Ως και 3,5 εκατομμύρια τόνους αργό πετρέλαιο σκοπεύουν να προμηθευτούν εφέτος τα Ελληνικά Πετρέλαια, από την Τεχεράνη. H σχετική συμφωνία που ανανεώθηκε πρόσφατα με τη National Iranian Oil Company (NIOC), την εθνική πετρελαϊκή εταιρεία του Ιράν, παρέχει στην ελληνική εταιρεία τη δυνατότητα να καλύψει μέχρι και το 25% των αναγκών της σε αργό πετρέλαιο από την τέταρτη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο.


Πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου 33%, αφού οι εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου ανήλθαν σε περίπου 5 εκατ. τόνους – γεγονός που οδήγησε την αξία των συνολικών εισαγωγών βιομηχανικών και άλλων αγαθών από αυτή τη χώρα σε 1,85 δισ. δολάρια ΗΠΑ. Λόγω της ανόδου των τιμών του αργού πετρελαίου οι εισαγωγές ιρανικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 28,9%, καθώς αφορούσαν κατά 95% πετρέλαιο. Εκτιμάται ότι ένα στα πέντε αυτοκίνητα στην Ελλάδα κινείται με ιρανικό πετρέλαιο.


Με εξαίρεση το πετρέλαιο, χάρη στο οποίο πλησιάζουν τα 2 δισ. δολάρια, οι ιρανοελληνικές οικονομικές σχέσεις χαρακτηρίζονται μάλλον αναιμικές, αν και εκπρόσωπος του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (KEEM) του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων επισημαίνει ότι το Ιράν συγκαταλέγεται στις δέκα χώρες όπου σημειώθηκε η ταχύτερη ελληνική εξαγωγική επέκταση το περασμένο έτος. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές εξαγωγές σε αυτή τη χώρα ανήλθαν σε 58,9 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, παρουσιάζοντας ποσοστιαία αύξηση κατά 173,9%. Ωστόσο, παρά τη σημαντική αυτή αύξηση, δεν ξεπερνούν το 0,3% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών. Παρά τους ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν τις δύο χώρες, το ιρανοελληνικό εμπόριο κάθε άλλο παρά είναι εκτεταμένο. Λόγω του πετρελαίου μάλιστα είναι άκρως ελλειμματικό για την Ελλάδα.


Στους έλληνες εξαγωγείς με σταθερή ή συγκυριακή παρουσία στο Ιράν, σύμφωνα με στοιχεία του γραφείου οικονομικών υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Τεχεράνη και ελληνικών επιχειρηματικών φορέων και οργανώσεων, περιλαμβάνονται πριν απ’ όλους τα Σωληνουργεία Κορίνθου του ομίλου Βιοχάλκο. H συγκεκριμένη επιχείρηση εξάγει συστηματικά στο Ιράν σημαντικές ποσότητες χαλύβδινων σωλήνων μεγάλης διαμέτρου για δίκτυα και αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα διυλιστήρια των ΕΛΛΠΕ και της Μότορ Οϊλ εφοδιάζουν κατά διαστήματα με δικά τους καύσιμα ιρανικές ναυτιλιακές εταιρείες και τον ιρανικό αερομεταφορέα, ενώ συνολικά 120 ελληνικές, μικρές και μεγαλύτερες, επιχειρήσεις από διάφορους κλάδους ενδέχεται να πληγούν σε κάποιο βαθμό σε περίπτωση διεθνούς «εμπλοκής» ή απλώς επιβολής οικονομικών κυρώσεων και περιορισμών στις συναλλαγές με την Τεχεράνη από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς διοχετεύουν στο Ιράν αξιόλογο μέρος της παραγωγής τους ή εισάγουν από αυτό διάφορα προϊόντα, κυρίως τάπητες και ξηρούς καρπούς.


Οι ελληνικές εξαγωγές προς το Ιράν, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία, αφορούν κατά κύριο λόγο χαλύβδινους σωλήνες (25%), καύσιμα (24%), αλλά και φάρμακα, λέβητες και άλλα μηχανήματα, βασικά έλαια, είδη αρωματοποιίας, προϊόντα χαλκού, είδη από χαρτί, πολυπροπυλένιο, καθώς και συσκευές αναπαραγωγής ήχου.


H Τεχεράνη ενδιαφέρεται πρωτίστως να τροφοδοτήσει μέσω Ελλάδας την Ευρώπη με φυσικό αέριο, επεκτείνοντας στον ελληνικό Βορρά τον αγωγό Ταμπρίζ – Αγκυρας, ωστόσο και το πανίσχυρο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Τεχεράνης έχει εκφράσει προς το EBEA την επιθυμία για ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων, ενώ μόλις προ μηνών η πρεσβεία μας στην Τεχεράνη σε έκθεσή της επεσήμανε ότι η δομή της τοπικής οικονομίας αλλάζει και «η ελληνική επιχειρηματική πλευρά θα μπορούσε να εντείνει τις προσπάθειες δραστηριοποίησής της στην ιρανική αγορά, δεδομένου ότι το Ιράν παρουσιάζει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε μια από τις πιο σημαντικές αναδυόμενες αγορές για τα ελληνικά προϊόντα σε χρονικό ορίζοντα δεκαετίας».


Οι διεθνείς συνθήκες, σε συνδυασμό με «δυσκαμψίες» της ιρανικής αγοράς και ορισμένες «περιπέτειες» που είχαν αντιμετωπίσει κατά το παρελθόν ελληνικές τεχνικές και άλλες εταιρείες, έχουν κρατήσει χαμηλά το ελληνικό επιχειρηματικό ενδιαφέρον.