Το ΔΝΤ αναβάθμισε τις προβλέψεις του για τον ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ από 4,3% σε 4,9% το 2006, αναμένοντας ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης (4,7%) παγκοσμίως και το 2007. Σύμφωνα επίσης με μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, αυτή των ΗΠΑ, ενδεχομένως να μη σημειώσει σημαντική επιβράδυνση το β´ εξάμηνο, όπως αναμενόταν ευρέως αρχικά, επιτυγχάνοντας τελικά ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στα επίπεδα του περασμένου έτους (3,5% προβλέπει η Morgan Stanley), με τη βιομηχανική παραγωγή να κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Την ίδια στιγμή η ανάπτυξη στην Ιαπωνία αναμένεται να επιταχυνθεί στο 3,1% από 2,7% το 2005, με τα βασικά επιτόκια στη χώρα αυτή, σύμφωνα με τους περισσότερους οικονομολόγους, να αυξάνονται 0,25%-0,50% στο τέλος του 2006.


Καταλυτική παραμένει η πορεία της οικονομίας της Κίνας, η οποία σημείωσε ανάπτυξη 9,5% το 2005, ενώ αναμένεται το 2006 να παραμείνει ισχυρή, κοντά στο 9,5%, κάτι που δεν μεταβάλλει την παγκόσμια ζήτηση. Επιπροσθέτως εκτιμάται ότι ούτε η πρόβλεψη για διολίσθηση κατά 4% του κινεζικού νομίσματος δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη και κατά συνέπεια τη ζήτηση για εμπορεύματα. Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι μια σημαντική ανατίμηση του κινεζικού ρεμνίμπι θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και οι αγορές θα μπορούσαν να τις προεξοφλήσουν νωρίτερα.


Μια σημαντικότερη ανατίμηση του ρεμνίμπι αλλά και γενικότερα των ασιατικών νομισμάτων είναι συνυφασμένη με τη συνέχιση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης – μέσω δηλαδή της μεταφοράς αγοραστικής δύναμης στην Ασία από τις ΗΠΑ (και παραγωγικής δυναμικότητας αντιστρόφως) -, τη διόρθωση των εξωτερικών ελλειμμάτων των ΗΠΑ, αλλά και την ορθολογικότερη διαχείριση της ανάπτυξης στην Κίνα, η οποία συνεχίζει να διατρέχει τον κίνδυνο της υπερθέρμανσης.


Στο παραπάνω συνηγορεί και η παύση του αποπληθωρισμού στην Ιαπωνία, έτσι ώστε να μπορέσει η οικονομία να δεχθεί ένα δυνατότερο γεν. Παράλληλα, ενδεχόμενη διολίσθηση του ευρώ έναντι των ασιατικών νομισμάτων θα είναι θετική και για την EE, ενώ αρνητική θα είναι η αύξηση του εισαγόμενου (σε ΗΠΑ και EE) πληθωρισμού που συνεπάγεται η ανατίμηση του ρεμνίμπι.