ΟΙ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ εταιρείες δίδουν πολλές και διαφορετικές ερμηνείες, αλλά δεν έχουν αμφιβολία ότι πρόκειται περί ενός σοβαρού και διόλου παροδικού «ιού» που προσβάλλει τα ταμεία τους. Ενας «ιός της ύφεσης» ή, καλύτερα, της απότομης επιβράδυνσης πλήττει πλέον σαφώς και εκτεταμένα την ελληνική φαρμακευτική αγορά. Για πρώτη φορά ύστερα από μία εξαετία ανόδου των πωλήσεων, με ετήσιο ρυθμό περί το 20%, το 2005 η άνοδος «έπεσε» στο 12,5%, ενώ ο Ιανουάριος του 2006 «άνοιξε» με τους χειρότερους οιωνούς, αφού η αύξηση των πωλήσεων περιορίστηκε σε μόλις 3,2%. Και αυτό ενώ στην αγορά μαίνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις εν μέρει βιομηχανικές και κατά βάση εισαγωγικές εταιρείες φαρμάκων για τα μερίδια αγοράς, με την κορυφαία τα τελευταία έτη αμερικανική Pfizer να χάνει έδαφος αλλά να παραμένει ακόμη μακράν πρώτη.


«H επιβράδυνση της αγοράς είναι ευρεία όσο και απροσδόκητη» αναφέρει αξιωματούχος εταιρείας-μέλους του αποτελουμένου κατά βάση από θυγατρικές πολυεθνικών Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), ο οποίος στις 22 Μαρτίου προχώρησε στην εκλογή νέας διοίκησης. Εκτιμά ότι τα σχετικά στατιστικά στοιχεία της εξειδικευμένης εταιρείας μετρήσεων IMS Health, ακόμη και αν ήταν υπερεκτιμημένα στο παρελθόν και ενσωματώνουν μείωση των λεγομένων «παράλληλων εξαγωγών», δηλαδή των πωλήσεων που μόνο τύποις γίνονται στην εγχώρια αγορά και στην πραγματικότητα αφορούν εξαγωγές από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τη χαμηλότερη τιμή ενός φαρμάκου στη χώρα σε σχέση με κάποιαν άλλη ευρωπαϊκή χώρα, υποδηλώνουν «αξιοσημείωτη και μη αναμενόμενη» κάμψη της ζήτησης. Οπως πιστεύεται, «είναι προφανές ότι ο περιορισμός των εισοδημάτων εκδηλώνεται πλέον και στη φαρμακευτική αγορά». Δύσκολα μπορεί να θεωρήσει κανείς παροδική την επιβράδυνση, αφού και τον Δεκέμβριο του 2005 η αύξηση ήταν μόνο 5,4%, ενώ αρκετές εταιρείες παραπονούνται ότι και τον περασμένο Φεβρουάριο η αύξηση δεν ξεπέρασε το 6%.


* Οι νέες κυκλοφορίες


H αλήθεια είναι ότι το 2005 έλειψε από τις επιχειρήσεις η καταλυτική όλα τα τελευταία χρόνια συμβολή της κυκλοφορίας νέων φαρμάκων, που με τις υψηλές τιμές τους εκτινάσσουν τις συνολικές πωλήσεις. Σε μονάδες, άλλωστε, η αγορά κατέγραψε αύξηση της τάξεως του 2,8%, ανάλογη των προηγουμένων ετών. Δεδομένου ότι εκκρεμεί εδώ και πολλούς μήνες – παρατύπως κατά τις εταιρείες – η έκδοση από το υπουργείο Ανάπτυξης Δελτίου Τιμών που είναι απαραίτητο για να αρχίσουν να διατίθενται νέα ή μόνο κατ’ εικόνα «νέα» φάρμακα, που εμφανίζοντας νέες συσκευασίες εξασφαλίζουν υψηλότερες τιμές υποκαθιστώντας φθηνότερα, ήταν φυσικό να προκύψει επιβράδυνση.


Ενδέχεται, πάντως, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της αποτελουμένης αποκλειστικά από επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας κ. Θ. Τρύφων της εταιρείας Elpen, το περασμένο έτος να ενισχύθηκε το – ακόμη πολύ χαμηλό – μερίδιο των λεγομένων generics, των εγχωρίως παραγομένων ουσιωδώς ομοίων φαρμάκων που πωλούνται φθηνότερα σε σχέση με τα πρωτότυπα. Γενικότερα όμως «βιώνουμε», αναφέρει, «μια εύλογη σταθεροποίηση και εξέλιξη της αγοράς ανάλογη αυτής που ισχύει διεθνώς». Οι ρυθμοί ανόδου της αξίας των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά κατά 20%, που παρουσίαζε επί σειράν ετών η IMS Health, είτε ήταν πραγματικοί είτε όχι, δεν προβλέπεται να επαναληφθούν στο ορατό μέλλον. Ο αντιγριπικός εμβολιασμός εξάλλου μεγάλου τμήματος του πληθυσμού εξηγεί εν πολλοίς την πτώση της κατανάλωσης των αντιβιοτικών την περίοδο Δεκεμβρίου 2005 – Φεβρουαρίου 2006 κατά 10% – μια πτώση που εντείνει τις ανακατατάξεις σε επίπεδο εταιρειών.


* Κέρδη και ζημιές


Οι 20 πρώτες σε αξία πωλήσεων φαρμάκων προς τις φαρμακαποθήκες και τα φαρμακεία εταιρείες το 2005 συγκέντρωσαν, σύμφωνα με την IMS Health, το 76,7% όλων των πωλήσεων, ύψους 3,07 δισ. ευρώ, που πραγματοποίησαν οι συνολικά 322 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο. Τέσσερις μάλιστα από αυτές, η Wyeth, η Abbott, η Janssen Cilag και η ελληνικών συμφερόντων Γερολυμάτος, αύξησαν τις πωλήσεις τους περισσότερο από 20%, με την πρώτη να επιτυγχάνει άνοδο 50% σχεδόν, ενώ ορισμένες άλλες επλήγησαν από το γεγονός ότι απεσύρθησαν διεθνώς ορισμένα φάρμακα που αντιπροσώπευαν στην Ελλάδα. Τη μεγαλύτερη σε αξία αύξηση πωλήσεων πέτυχε η δεύτερη σε μέγεθος εταιρεία Sanofi-Aventis, μια και αυτές αυξήθηκαν κατά 30,5 εκατ. ευρώ, το ίδιο διάστημα που η Pfizer μετρούσε απώλειες 26,1 εκατ. ευρώ.


H όγδοη στον σχετικό πίνακα γερμανικών κεφαλαίων Boehringer κερδίζει μια πολύ υψηλότερη θέση με βάση τις συνολικές πωλήσεις, αφού ληφθούν υπόψη και αυτές που γίνονται στα νοσοκομεία αλλά και οι εξαγωγές, καθώς οι εξαγωγές της από το εργοστάσιο που διαθέτει στο Κορωπί ανήλθαν πέρυσι σε 193 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 142 εκατ. ευρώ και ίσες προς το 59% του συνολικού τζίρου της, ύψους 329 εκατ. ευρώ, ενώ η εταιρεία που κατέχει την έκτη θέση, η ελληνικών κεφαλαίων Βιανέξ της οικογενείας Γιαννακόπουλου, αναμένεται να είναι η πλέον κερδοφόρος, δεδομένου ότι οι διεθνείς δραστηριότητές της και η σύναψη νέων συμφωνιών συνεργασίας με αλλοδαπούς οίκους ώθησαν ανοδικά την κερδοφορία της. Μια άλλη, επίσης ελληνικών κεφαλαίων εταιρεία, η Φαμάρ της οικογενείας Μαρινόπουλου, που απουσιάζει από τη σχετική λίστα επειδή ασχολείται αποκλειστικά με την παραγωγή για λογαριασμό τρίτων, ήταν πάντως ο μεγαλύτερος σε όγκο παραγωγός φαρμάκων στην Ελλάδα, αφού και τον χρόνο που πέρασε συνεργάστηκε με μερικές από τις κορυφαίες φίρμες της παγκόσμιας φαρμακευτικής αγοράς.


Ωθηση στις πωλήσεις τους αναμένουν οι επιχειρήσεις από αυτόν τον μήνα, οπότε, σύμφωνα με πληροφορίες, θα εκδοθεί νέο Δελτίο Τιμών βάσει του οποίου θα αρχίσουν να κυκλοφορούν 800-900 νέα φάρμακα και συνολικά περί τις 1.200 μορφές νέων φαρμάκων. Οσο για την περιβόητη ευρύτερη μεταρρύθμιση της αγοράς φαρμάκων, που θα οδηγήσει σε αυξομειώσεις τιμών, δεν αναμένεται κάτι ουσιαστικό πριν από την έλευση του θέρους.