Στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες χώρες πλανάται η απειλή εξαγορών μεγάλων εθνικών επιχειρήσεων από πολυεθνικούς ανταγωνιστές ή ακόμη και από απρόσωπα επενδυτικά κεφάλαια. Στη Γαλλία δύο μεγάλες και ιστορικές εταιρείες συγχωνεύθηκαν για να αποτρέψουν την εξαγορά τους από μια αμερικανική. Στο Λουξεμβούργο πέρασαν άρον άρον μια νομοθεσία που θέτει εμπόδια στην επιθετική επέλαση ξένων επιχειρήσεων, ενώ στη Γερμανία πριν από δύο χρόνια είχε γίνει κινητοποίηση για να σωθεί μια μεγάλη εθνική εταιρεία. Ακόμη και η αγγλική κοινή γνώμη βλέπει σήμερα καχύποπτα την απειλούμενη εξαγορά της εταιρείας βρετανικών αεροδρομίων BAA από την ισπανική Φεροβιάλε. Στη μακρινή Ταϊλάνδη η πώληση του ιδιωτικού ΟΤΕ σε μια κρατική εταιρεία της Σιγκαπούρης προκάλεσε μαζικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις που οδήγησαν στη διάλυση της Βουλής και στην προκήρυξη εκλογών.


Ποιο είναι άραγε το νήμα που συνδέει όλες αυτές τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και μάλιστα σε χώρες που έχουν αποδεχθεί τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας πριν από πολλές δεκαετίες; Σίγουρα πάντως όχι η νοσταλγία των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων, οι οποίες συχνά αποδείχθηκαν ατελέσφορες στην παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες και ανέτοιμες να ανταποκριθούν στις τεχνολογικές αλλαγές, με κορυφαίο παράδειγμα τις τηλεπικοινωνίες. H αντίθεση των πολιτών στις εξαγορές των εθνικών επιχειρήσεων της χώρας τους από ξένους επενδυτές πηγάζει είτε από την ανησυχία τους ότι μπορεί ξαφνικά μια μέρα να κλείσουν ή να συρρικνωθούν είτε επειδή έχουν συνδέσει τις μεγάλες εθνικές επιχειρήσεις, κρατικές και ιδιωτικές, με το γόητρο της χώρας τους. Μπορεί μήπως κανείς να φανταστεί τις εντυπώσεις που θα προκαλούσε η εξαγορά της Ολυμπιακής από μια τουρκική εταιρεία;


Αραγε είναι όλοι αυτοί οι φόβοι δικαιολογημένοι ή απλώς εκφράζουν έναν ξεπερασμένο επιχειρηματικό εθνικισμό; Δύσκολα μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι, αν ο ιδιοκτήτης μιας τράπεζας είναι Ελληνας, Γάλλος ή Κινέζος, θα τον οδηγούσε σε διαφορετική πολιτική καταθέσεων και δανείων. Κατά πάσα πιθανότητα, θα κοιτούσε το συμφέρον της τράπεζας του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού: Αν η επιχείρηση καταλαμβάνει μεγάλο μερίδιο στην εθνική αγορά αλλά είναι ένας μικρός κρίκος σε μια πολυεθνική οικογένεια επιχειρήσεων, τότε διατρέχει τον κίνδυνο να τη μεταχειρίζονται ως δευτερεύουσα και συμπληρωματική δραστηριότητα. Ας θυμηθούμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα όταν μια μεγάλη ξένη επιχείρηση είχε αποκτήσει πριν από μερικά χρόνια ένα αξιόλογο ποσοστό συμμετοχής σε ελληνική εταιρεία με πρόθεση να το διευρύνει περαιτέρω και να αποκτήσει στρατηγική παρουσία στη χώρα μας. Οταν συγχωνεύθηκε με ομοειδή εταιρεία στην πατρίδα της, τα σχέδια για την Ελλάδα ατόνησαν.


Τη δεύτερη τετραετία Σημίτη υπήρχε ξεκάθαρος πολιτικός σχεδιασμός για τη δημιουργία ισχυρών ελληνικών ομίλων σε κρίσιμους τομείς οι οποίοι όχι μόνο θα μπορούσαν να επιβιώσουν καλύτερα στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά αλλά θα αποτελούσαν τον μοχλό εξωστρέφειας και παρουσίας της ελληνικής οικονομίας στην αγορά των Βαλκανίων. Στον τραπεζικό τομέα ξεκίνησε η διαδικασία με την προσπάθεια συγχώνευσης Εθνικής – Alpha, η οποία δυστυχώς απέτυχε μετά το αλύπητο πολιτικό σαμποτάζ που δέχθηκε κυρίως από τη ΝΔ. H συγχώνευση αυτή θα είχε αλλάξει ριζικά τα δεδομένα και τις προοπτικές της οικονομίας, θα είχε δημιουργήσει ισχυρή ελληνική παρουσία στις διεθνείς αγορές και θα πυροδοτούσε ανάλογες κινήσεις σε άλλους τομείς. Προχώρησε βέβαια ο σχηματισμός άλλων ομίλων, όπως της ETBA με την Τράπεζα Πειραιώς, της Πετρόλα με τα ΕΛΛΠΕ, της METKA με την ΕΛΒΟ, της Γενικής με τη Société Générale, ενώ επεκτάθηκε η ισχυρή παρουσία του ομίλου ΟΤΕ σε γειτονικές χώρες. Ακόμη και στον τομέα της έρευνας η συγχώνευση το 2002 των δύο Κέντρων Θαλάσσιας Ερευνας που υπήρχαν ως τότε δημιούργησε έναν νέο ισχυρό πόλο με πολλαπλάσιες δυνατότητες και παρουσία στην ωκεανογραφική δραστηριότητα ολόκληρης της Μεσογείου. Στις ναυτιλιακές εταιρείες δημιουργήθηκαν ελληνικοί όμιλοι που σύντομα κατέκτησαν ηγετική θέση σε δύσκολες γραμμές του εξωτερικού, ενώ η πρόσφατη συνένωση Δέλτα και Chipita διαμόρφωσε νέες προοπτικές ελληνικής παρουσίας στην ευρωπαϊκή, στη ρωσική, ακόμη και στην αμερικανική αγορά τροφίμων.


H πολιτική των ισχυρών ομίλων εγκαταλείφθηκε πλήρως από την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία σε κάθε ευκαιρία στρέφεται εναντίον των «εθνικών πρωταθλητών». Αν η πολιτική αυτή συνεχιστεί, θα υπάρξουν ενδεχομένως σοβαρές συνέπειες για την πρόοδο της οικονομίας τα επόμενα χρόνια:


1. Θα ανακοπεί η εξωστρέφεια των ελληνικών ομίλων στην αγορά της NA Ευρώπης αφού οι πολυεθνικές θα επιλέγουν την παρουσία τους στα Βαλκάνια με απευθείας ενέργειες της μητρικής εταιρείας.


2. H ανάπτυξη των ξένων παραρτημάτων στην Ελλάδα θα είναι συντηρητική και μικρότερη από τις δυνατότητες που υπάρχουν εδώ γιατί θα επηρεάζεται όχι μόνο από τις προοπτικές της εσωτερικής αγοράς αλλά και από τις διακυμάνσεις της συνολικής παραγωγής της μητρικής εταιρείας σε άλλες χώρες. Αν, π.χ., πέσει η ζήτηση ενός προϊόντος που παράγεται στην Πολωνία, μπορεί να μειωθεί η παραγωγή του και στην Ελλάδα για να απορροφήσει μέσω εισαγωγών ένα μέρος της αδιάθετης ποσότητας στην ξένη αγορά. Μάλιστα σε ακραίες αλλά δυστυχώς υπαρκτές συγκυρίες η καθίζηση μιας αγοράς σε μια μεγάλη χώρα μπορεί να οδηγήσει σε κλείσιμο μια θυγατρική επιχείρηση σε μια μικρότερη αγορά όπως η Ελλάδα.


Σε τέτοιες περιπτώσεις όχι μόνο δεν πρόκειται να λειτουργήσει κανενός είδους ανταγωνισμός για τους ντόπιους καταναλωτές αλλά οι έλληνες πολίτες θα γίνουν όμηροι σε εισαγόμενες και συνήθως ακριβότερες υπηρεσίες και προϊόντα. Αντίθετα, η δημιουργία ισχυρών ελληνικών ομίλων κάνει δυσκολότερη την απόσυρση δραστηριοτήτων από τη χώρα μας και προσφέρει έτσι πιο στέρεες προοπτικές εγχώριας απασχόλησης και – γιατί όχι; – μια αίσθηση εγχώριας ασφάλειας και αυτοπεποίθησης.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ και πρώην υπουργός Οικονομίας.