Ο ΚΥΒΟΣ ερρίφθη σε μια βιομηχανία χρωμάτων, τη μεγαλύτερη του τομέα στη χώρα, στην Ελευσίνα. H πρώτη επιχειρησιακή συμφωνία για τους όρους αμοιβής και εργασίας το 2006 είναι γεγονός και σηματοδοτεί το επίπεδο των μισθολογικών αυξήσεων που θα διεκδικηθούν και ενδέχεται, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, να επικρατήσουν στον χώρο των πλέον κερδοφόρων μεγάλων βιομηχανιών, αν και η συμφωνία αυτή δεν «ευλογήθηκε» ούτε από τον ΣΕΒ ούτε από τη ΓΣΕΕ. Εν όψει της πανεργατικής απεργίας της προσεχούς Τετάρτης, αλλά και της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων των εργοδοτικών οργανώσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, αμφότερα τα μέρη, όπως είναι φυσικό, συνιστούν στα μέλη τους «αυτοσυγκράτηση» στη σύναψη συμβάσεων.




H πολυεθνικών συμφερόντων βιομηχανία Βιβεχρώμ, που εδρεύει στην Ελευσίνα, και το σωματείο των 285 εργαζομένων κατέληξαν προ ημερών σε συμφωνία βάσει της οποίας οι καταβαλλόμενοι μισθοί αυξάνονται από 1ης Ιανουαρίου κατά 4% με την προοπτική από 1ης Ιουλίου να αυξηθούν εκ νέου, γεγονός που προεξοφλεί, όπως υποστηρίζεται από συνδικαλιστικής πλευράς, ότι η συνολική αύξηση σε ετήσια βάση θα διαμορφωθεί οπωσδήποτε πάνω από 5%, αν δεν υπερβεί το 6%. H συμφωνία προβλέπει εξάλλου ορισμένες επιπλέον παροχές. Ανάλογες είναι, κατά πληροφορίες, οι αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων που συζητούνται σε διαπραγματεύσεις που άρχισαν στις επιχειρήσεις του Θριασίου Πεδίου Χαλυβουργική, Τιτάν και Ναυπηγεία Ελευσίνας.


Στην ίδια περιοχή πάντως, σε μιαν άλλη, λιγότερο κερδοφόρο ομοειδή με τη Βιβεχρώμ βιομηχανία, την εταιρεία Χρωτέχ, εργοδοσία και εργαζόμενοι λέγεται ότι συμφώνησαν μεν σε αυξήσεις 5%, πλην όμως σε δύο δόσεις, γεγονός που περιορίζει σε 3,75% την αύξηση σε ετήσια βάση.


Οπως συμβαίνει κάθε χρόνο, αλλά σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα εφέτος, οι μισθολογικές αυξήσεις στη βιομηχανία φαίνεται ότι θα είναι πολλών ταχυτήτων.


Ακόμη και σε μεγάλες βιομηχανίες όμως, όπου τίθεται θέμα περιορισμού των θέσεων εργασίας, δεν αποκλείεται οι αυξήσεις των μισθών να κυμανθούν στα όρια που έχει δεχθεί ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών με την πανταχόθεν βαλλόμενη ως «φτωχή» πρότασή του για αύξηση των κατώτατων αποδοχών κατά 2,8%, ενώ σε ορισμένες περιοχές με προβληματικές και υπερχρεωμένες βιομηχανίες και υψηλή ανεργία η συζήτηση για το μισθολογικό έρχεται σε δεύτερη μοίρα.


* H ματαίωση των απολύσεων


Στην ιαπωνικών συμφερόντων χημική βιομηχανία Tosoh Ελλάς, στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με εκπρόσωπο του τοπικού Εργατικού Κέντρου, η εργοδοσία και το σωματείο συμφώνησαν αφενός οι αυξήσεις να μην υπερβούν το 3%, αφετέρου να ματαιωθούν απολύσεις, σε μια προσπάθεια να διασφαλιστούν η ανταγωνιστικότητα και το μέλλον της επιχείρησης.


Στην Κομοτηνή εξάλλου, σύμφωνα με εκπρόσωπο του τοπικού Εργατικού Κέντρου, «θα γίνει απεργία, αλλά το πρόβλημα είναι η κανονική καταβολή των μισθών και η διάσωση των θέσεων εργασίας, αφού πολλές, πάρα πολλές επιχειρήσεις καθυστερούν την πληρωμή και μάλιστα λόγω αναδουλειάς απασχολούν τους εργαζομένους 2-3 ημέρες την εβδομάδα, λόγω αναδουλειάς».


Στη Βόρεια Ελλάδα, κατά τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), πιθανολογείται ότι η απεργία στον βιομηχανικό χώρο θα επικεντρωθεί, όπως και σε άλλες ανάλογες κινητοποιήσεις, σε μεγάλες μονάδες με περισσότερους από 200 εργαζομένους. Τον περασμένο Δεκέμβριο, στην προηγούμενη πανεργατική απεργία της ΓΣΕΕ, σε δείγμα 70 βιομηχανιών κάθε μεγέθους με 13.200 εργαζομένους το ποσοστό συμμετοχής ήταν 21,6%. Μόνον η ιταλικών συμφερόντων χαλυβουργία Hellenic Steel στη Θεσσαλονίκη φέρεται να έχει ήδη αποδεχθεί τη χορήγηση αύξησης των μισθών κατά 5%.


* Δεν ανοίγουν τα χαρτιά τους


Αντιθέτως, στον Βόλο, όπου κατά το τοπικό Εργατικό Κέντρο η απεργία αναμένεται να σημειώσει «μεγάλη επιτυχία», δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποια «επώνυμη» βιομηχανία που να έχει «ανοίξει τα χαρτιά της». Το ίδιο και στην Αθήνα, αλλά και στον Πειραιά, όπου όμως, ύστερα από πολυήμερη απεργία, οι επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του Περάματος συμφώνησαν στην καταβολή αυξήσεων της τάξεως του 8%. «Είναι αλήθεια ότι σε πολλές μεγάλες βιομηχανίες δύσκολα θα γίνει απεργία την Τετάρτη» παραδέχεται ηγετικό στέλεχος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, αισιόδοξος κατά τα άλλα ότι η απεργία θα σημειώσει και στον βιομηχανικό χώρο μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι τον περασμένο Δεκέμβριο. Σε αρκετές και πασίγνωστες βιομηχανικές φίρμες, οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον ΣΕΒ, δεν λειτουργούν ή έχουν εμποδιστεί να ιδρυθούν συνδικαλιστικές οργανώσεις.


Πιεζόμενος και από κυβερνητικά στελέχη να φανεί περισσότερο «γενναιόδωρος», ο ΣΕΒ ετοιμάζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, όποια κι αν είναι η απήχηση της απεργίας της ΓΣΕΕ στα εργοστάσια, να επανέλθει στο τραπέζι του διαλόγου.


Τα στοιχεία που συλλέγουν οι υπηρεσίες του συνδέσμου για την έκταση των απεργιών της ΓΣΕΕ τα τελευταία χρόνια λέγεται ότι υποδηλώνουν «πτωτικές τάσεις» στη συμμετοχή των εργαζομένων, ωστόσο θεωρείται δεδομένη η συνέχιση των διαπραγματεύσεων. «Βεβαίως θα επαναληφθούν οι συνομιλίες» αναφέρει αρμόδια πηγή του ΣΕΒ, αφήνοντας να εννοηθεί ως δεδομένη την υποβολή βελτιωμένης πρότασης από την πλευρά του, αλλά και από την εργατική πλευρά, σε σημείο που να προεξοφλείται ότι τα δύο μέρη δεν θα αργήσουν να καταλήξουν σε συμφωνία, αν και την ίδια ώρα στέλεχος της εργατικής συνομοσπονδίας αρκείται να τονίσει ότι «όλα θα κριθούν από το πόσο επιτυχημένη θα είναι η απεργία».


MEVACO Αυξήσεις πάνω από 8%


Σε μια εισηγμένη στη Σοφοκλέους βιομηχανική εταιρεία στον Ασπρόπυργο πάντως δεν χρειάστηκε απεργία και ίσως δεν θα γίνει ούτε και την Τετάρτη, για να χορηγηθούν αξιοζήλευτες μισθολογικές αυξήσεις, σχεδόν τριπλάσιες από εκείνες που έχει προτείνει ο ΣΕΒ για τις κατώτατες αποδοχές. Πρόκειται για την εταιρεία μεταλλικών στοιχείων Mevaco. «Πήγαμε πολύ καλά πέρυσι, φαίνεται ότι θα πάμε ακόμη καλύτερα εφέτος και συνεκτιμήσαμε όχι μόνο τις οικονομικές ανάγκες των εργαζομένων μας αλλά και το γεγονός ότι εργάζονται με υπευθυνότητα και ζήλο για την πρόοδο της εταιρείας μας» αναφέρει εκπρόσωπός της. Οι αυξήσεις που χορήγησε η Mevaco με απόφασή της, χωρίς να προηγηθεί δηλαδή κάποια διαπραγμάτευση, ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου και έγιναν αποδεκτές από το προσωπικό, αφού ανέρχονται κατ’ ελάχιστον σε 8%, ενώ για κάποιες κατηγορίες εργαζομένων ξεπερνούν το 10%.