Το υψηλό ενεργειακό κόστος, σε συνδυασμό με την κάμψη της λειτουργικής κερδοφορίας τους το 2005, ωθεί τους τρεις έλληνες παραγωγούς τσιμέντου σε ανατιμήσεις, οι οποίες πάντως αναμένεται ότι θα υπολείπονται ελαφρώς του πληθωρισμού. «Ο ένας παραγωγός μετά τον άλλον θα προχωρήσουν με διαφορά λίγων ημερών ή μιας – δύο εβδομάδων σε ανατίμηση μέσα στον Μάρτιο» προβλέπει ο επικεφαλής μιας εξαιρετικά κερδοφόρου ως το 2004 εταιρείας έτοιμου σκυροδέματος της Αττικής, που είδε τα κέρδη της πέρυσι να υποχωρούν δραματικά και προμηθεύεται τσιμέντο κυρίως από τον Χάλυβα και λιγότερο από τον Ηρακλή και από τον Τιτάνα, δηλαδή από τους δύο κυρίαρχους της αγοράς, των οποίων οι μετοχές στη Σοφοκλέους τους τελευταίους μήνες σημείωσαν εντυπωσιακή άνοδο.


H πτώση της ζήτησης τσιμέντου και έτοιμου σκυροδέματος στην Αττική τον χρόνο που πέρασε εκτιμάται ότι ήταν της τάξεως του 15%, γεγονός που αποτυπώνεται στα ετήσια λειτουργικά αποτελέσματα όλων των επιχειρήσεων του τομέα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ασχολούνται με τα αδρανή υλικά. Ειδικότερα η παραγωγή των λατομείων σημείωσε «βουτιά».


* Τα μερίδια της αγοράς


Ανεξαρτήτως πάντως του ποια εταιρεία θα κάνει εφέτος την αρχή, οι ανατιμήσεις στο τσιμέντο θεωρούνται «θέμα ημερών» και θα είναι, εκτός απροόπτου, όπως κάθε χρόνο, παρόμοιες και από τις τρεις. Οι μάχες για τα μερίδια αγοράς είναι έντονες, αλλά κάθε άλλο παρά περιλαμβάνουν «πόλεμο τιμών», όσο η ζήτηση παραμένει υψηλή.


Για λόγους που δεν έχουν σχέση με τις λειτουργικές επιδόσεις τους επί ελληνικού εδάφους, η κερδοφορία του Τιτάνα και του Ηρακλή, που ελέγχουν μερίδιο άνω του 90% της ελληνικής αγοράς τσιμέντου, σημείωσε άνοδο το 2005. Ενώ αναμένονται εξελίξεις στη μετοχική σύνθεση της ελεγχόμενης κατά βάση από τη γαλλική Lafarge εταιρείας Ηρακλής, καθώς η Εθνική Τράπεζα αφήνει να αιωρείται η «απειλή» ότι δεν θα διστάσει να «βάλει» νέους μετόχους στην εταιρεία, προχωρώντας σε διάθεση μετοχών της με ιδιωτική τοποθέτηση αν ο γαλλικός όμιλος αρνηθεί τελικώς να αγοράσει το μερίδιο άνω του 20% που κατέχει η τράπεζα, τα κέρδη του Τιτάνα στην Ελλάδα περιορίστηκαν, αλλά τα συνολικά διογκώθηκαν χάρη στη συνεχώς βελτιούμενη αποδοτικότητα των τεράστιων επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.


Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το 50% των εσόδων του ομίλου το 2006 αναμένεται να προέλθει από την αγορά των ΗΠΑ, όπου κατευθύνεται εφέτος ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό της παραγωγής των ελληνικών εργοστασίων του.


Σημαντικά αυξημένα όμως – και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα – είναι και τα περυσινά κέρδη του Ηρακλή, για άλλους λόγους. Στα ταμεία του εισέρρευσαν το 2005 άνω των 44 εκατ. ευρώ, ως έκτακτο έσοδο, χάρη στη δικαστική δικαίωσή του σε διαφορά του με το Δημόσιο. Είναι πιθανόν μάλιστα αν η δικαίωσή του τελεσφορήσει – όπως λέγεται – εντός των αμέσως επόμενων μηνών, καθώς εκκρεμεί η ετυμηγορία του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα υψηλά έκτακτα κέρδη του να διατεθούν στους μετόχους του μέσω «επιστροφής κεφαλαίου». Χωρίς αυτά, τα κέρδη ήταν μειωμένα.


* Το μερίδιο της Εθνικής


Είναι αλήθεια βέβαια ότι η γαλλική Lafarge, η μεγαλύτερη εταιρεία τσιμέντου παγκοσμίως και πλειοψηφών μέτοχος του Ηρακλή, θα ήθελε κάποια στιγμή να εξαγοράσει το μερίδιο της Εθνικής Τράπεζας. Ωστόσο αυτή την περίοδο φέρεται να ενδιαφέρεται πρωτίστως για την επέκτασή της στην αμερικανική αγορά, όπου επιχειρεί να αποκτήσει το σύνολο των μετοχών της πολυμετοχικής Lafarge North America. Ετσι εξηγούν αναλυτές την ως πρόσφατα άρνησή της να αποδεχθεί το «πακέτο» που προσφέρει η τράπεζα, τουλάχιστον με βάση τα τρέχοντα επίπεδα τιμής της μετοχής της εταιρείας στη Σοφοκλέους.


Ούτως ή άλλως, πάντως, οι ανατιμήσεις του τσιμέντου επίκεινται, με στόχο απλώς να ανακόψουν την πτωτική πορεία των λειτουργικών κερδών των εταιρειών, όπως υπαινίσσονται στελέχη τους. «Πέρυσι δεν μπορέσαμε να καλύψουμε την τρομακτική άνοδο του ενεργειακού κόστους» αναφέρει αξιωματούχος μιας εκ των τριών εταιρειών, ενώ στέλεχος άλλης υποστηρίζει ότι «η τσιμεντοβιομηχανία ήταν ίσως ο μόνος κλάδος που απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος του πρόσθετου κόστους», διαβεβαιώνοντας ότι θα επιδειχθεί και εφέτος «σοβαρότητα και υπευθυνότητα» με «συγκρατημένη» ανατίμηση.


Αναλυτές δεν παραλείπουν βέβαια να επισημαίνουν ότι και οι τρεις έλληνες παραγωγοί τσιμέντου έχουν όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά και σοβαρούς επιχειρηματικούς λόγους να αποφύγουν ανατιμήσεις, αφού έχουν συμφέρον να «σταθεροποιήσουν» την εγχώρια αγορά, το μέγεθος της οποίας εκτιμάται ότι πέρυσι μειώθηκε κατά 4%-5% σε επίπεδο χαμηλότερο των 10 εκατομμυρίων τόνων, έναντι όγκου άνω των 11 εκατομμυρίων τόνων το 2003, έτος με την υψηλότερη επίδοση.


* Οι προθέσεις των εταιρειών


Επιπλέον, οι εγχώριες μονάδες ανησυχούν για το ενδεχόμενο επανάληψης περιστασιακών φαινομένων εισαγωγών τσιμέντου από την Τουρκία, την Ιταλία και την Αίγυπτο, όπως αυτές που υπήρξαν το 2004 στη Βόρεια Ελλάδα και το 2005 σε νησιωτικές περιοχές, συμπιέζοντας για λίγο τις τιμές. Οι προβλέψεις των επιχειρήσεων είναι ότι το 2006 η εγχώρια ζήτηση θα κινηθεί στα περυσινά επίπεδα, αλλά αναμένουν βελτιωμένα αποτελέσματα από τη λιγότερο κερδοφόρο εξαγωγική τους δραστηριότητα.


H απειλή δημιουργίας συνθηκών κρίσης φαντάζει αληθινή μόνο στους τομείς του έτοιμου σκυροδέματος και των αδρανών υλικών, καθώς ο ανταγωνισμός σε αυτούς μαίνεται και τα περιθώρια κέρδους μειώνονται δραματικά. Από τις αρχές του 2004 οι τιμές των λατομικών προϊόντων σε πολλές περιοχές ακολουθούν πτωτική τροχιά, ενώ στον χώρο των εταιρειών έτοιμου σκυροδέματος οι ανατιμητικές τάσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένες και όχι λίγες επιχειρήσεις έχουν πάψει να είναι κερδοφόρες. Οι «μεγάλοι» του κλάδου, η ελληνικών συμφερόντων εταιρεία Τιτάν, η ΑΓΕΤ Ηρακλής και η Χάλυψ που ανήκει στον ιταλικό όμιλο Italcementi, αξιοποιούν κατά τα φαινόμενα αυτές τις συνθήκες για να διευρύνουν τις θέσεις τους. Εδώ και λίγους μήνες ο Ηρακλής εξαγόρασε ένα ακόμη λατομείο στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Τιτάν απέκτησε μία ακόμη μονάδα έτοιμου σκυροδέματος στην Κόρινθο.