H υπόθεση θα κριθεί οριστικά στις αρχές του 2006 και αφορά περί τα 100 εκατ. ευρώ, αλλά χρονολογείται από το 1986. Ολα ξεκίνησαν τότε, όταν το Δημόσιο αποφάσισε κατ’ άλλους «να βάλει χέρι» στην τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ Ηρακλής, εκδιώκοντας την οικογένεια Τσάτσου, και κατ’ άλλους να τη σώσει από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας.


Κεφαλαιοποιήθηκαν λοιπόν το 1986 οφειλές της επιχείρησης, με αποτέλεσμα ο έλεγχός της να περάσει εμμέσως στο Δημόσιο, μέσω του οργανισμού των περίφημων «προβληματικών», του αλήστου μνήμης ΟΑΕ, ο οποίος πέντε χρόνια αργότερα, το 1991, μεταβίβασε περιπετειωδώς τη βιομηχανία σε κοινοπραξία της ιταλικής Καλτσεστρούτσι και της Εθνικής Τράπεζας. Ωστόσο, σχεδόν 20 χρόνια μετά και ενώ η πλειονότητα των μετοχών της εταιρείας έχει περάσει πλέον στη γαλλική Λαφάρζ, το Δημόσιο και η ΑΓΕΤ Ηρακλής ετοιμάζονται να διασταυρώσουν τα ξίφη τους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την υπόθεση της «μερικώς παράνομης», σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κεφαλαιοποίησης του 1986. Από την έκβαση της δικαστικής διαμάχης θα κριθεί σε ποια τσέπη θα καταλήξουν ή από ποιο ταμείο… θα λείψουν περί τα 100 εκατ. ευρώ.


* Απαγορευμένη ενίσχυση


Επίκεντρο της διαφοράς είναι μία απόφαση που – με πολύ μεγάλη καθυστέρηση – είχε λάβει τον Μάρτιο του 1999 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με αυτή, κεφαλαιοποιηθέντα τον Αύγουστο του 1986 χρέη της εταιρείας της τάξεως των 2,5 δισ. δρχ., δηλαδή ποσού αντίστοιχου των 7,3 εκατ. ευρώ, αποτέλεσαν απαγορευμένη κρατική ενίσχυση και για τον λόγο αυτόν η εταιρεία όφειλε να επιστρέψει στο Δημόσιο εντόκως το σχετικό ποσό. Ηδη από το 1986 διάφορες ευρωπαϊκές τσιμεντοβιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένων και ελληνικών, είχαν απευθυνθεί επανειλημμένως στην Κομισιόν ζητώντας την παρέμβασή της για την «προνομιακή παροχή κρατικών ενισχύσεων» στην επιχείρηση από το ελληνικό Δημόσιο.


Κατόπιν αυτών τον Ιούνιο του 2000 το υπουργείο Οικονομικών κάλεσε την ΑΓΕΤ Ηρακλής να επιστρέψει 74,5 εκατ. ευρώ, υποστηρίζοντας ότι η έντοκη καταβολή των 7,3 εκατ. ευρώ δικαιολογεί αυτή την απαίτηση. H επιχείρηση πράγματι εντός του 2000 κατέβαλε το αιτηθέν ποσό, λαμβάνοντας ισόποσο δάνειο από εγχώριες και ξένες τράπεζες, αλλά προσέφυγε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αμφισβητώντας τη βασιμότητα και νομιμότητα τόσο της επιστροφής κεφαλαίου όσο και του υπολογισμού των τόκων, ύψους 67,2 εκατ. ευρώ. Κατά την εταιρεία το Δημόσιο προέβη σε απαγορευμένο ανατοκισμό για να διευρύνει την απαίτησή του.


Τον Ιανουάριο του 2002 το δικαστήριο εκτίμησε ότι πράγματι υπήρξε ανατοκισμός και ότι η νόμιμη απαίτηση του Δημοσίου δεν ξεπερνούσε τα 30,4 εκατ. ευρώ, ορίζοντας έτσι ότι 44,1 εκατ. ευρώ ήταν αχρεωστήτως αιτηθέντα και καταβληθέντα. Οπως αναμενόταν, η απόφαση αυτή δεν ικανοποίησε ούτε το Δημόσιο, αφού το ανάγκαζε να επιστρέψει στην επιχείρηση ένα τόσο μεγάλο ποσό, προφανώς εντόκως, αλλά ούτε και τη βιομηχανία τσιμέντου, η οποία από την αρχή ζήτησε την έντοκη επιστροφή ολόκληρου του ποσού των 74,5 εκατ. ευρώ, υποστηρίζοντας ότι η κεφαλαιοποίηση του 1986 ήταν έγκυρη. Ενώ όμως η ΑΓΕΤ κατέθεσε εγκαίρως έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, μέσω της δικηγορικής εταιρείας Καλλιμόπουλος – Λουκόπουλος – Χιωτέλης που χειρίζεται την υπόθεση, το Δημόσιο παρέλειψε να ασκήσει εμπρόθεσμα τα δικαιώματά του. Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών εκδικάζοντας κατ’ έφεση τη διαφορά. Πράγματι τον Σεπτέμβριο του 2003 έκρινε ως εκπρόθεσμη και απέρριψε την έφεση που άσκησε το Δημόσιο, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και την έφεση της ΑΓΕΤ ως ουσιαστικά αβάσιμη.


* H απόφαση του Εφετείου


Ετσι, με τη σχετική εφετειακή απόφαση που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2004 παρέμεινε σε ισχύ η πρωτόδικη απόφαση και το Δημόσιο απώλεσε ίσως οριστικά το ποσό των 44,1 εκατ. ευρώ, κινδυνεύοντας βεβαίως να επιβαρυνθεί και με την καταβολή τόκων για το ποσό αυτό από τα μέσα του 2000 ως την ημερομηνία επιστροφής του στη βιομηχανία, δεδομένου ότι η απόφαση του Εφετείου θεωρείται σχεδόν αμετάκλητα τελεσίδικη. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε πριν από λίγους μήνες αθορύβως το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών επέστρεψε στην ΑΓΕΤ 44,1 εκατ. ευρώ, δηλώνοντας παράλληλα ότι επιφυλάσσεται των νομίμων δικαιωμάτων του.


Παράλληλα, σε άλλο δικαστήριο εκκρεμεί η εκδίκαση αγωγής που έχει καταθέσει η τσιμεντοβιομηχανία, επικαλούμενη την πρωτόδικη απόφαση, ζητώντας από το Δημόσιο τόκους της τάξεως των 12 εκατ. ευρώ για τα 44,1 εκατ. ευρώ που παρέμειναν στα ταμεία του Δημοσίου από τα μέσα του 2000 ως τα μέσα του 2005.


* H εκδίκαση της αναίρεσης


Οι ελπίδες του Δημοσίου, το οποίο επιμένει στις απόψεις του, έχουν εναποτεθεί στην εκδίκαση αναίρεσης που έχει ασκήσει κατά της εφετειακής απόφασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και η οποία έχει προσδιοριστεί να εκδικαστεί στις 13 Ιανουαρίου 2006. Σύμφωνα με τη σχετική αναίρεση, κακώς το Εφετείο εξέλαβε ως εκπρόθεσμη την έφεση και δεν υπεισήλθε στην εξέταση των επιχειρημάτων που αυτή περιείχε. Αν το ΣτΕ κάνει δεκτές τις απόψεις του Δημοσίου, τότε η πρωτόδικη απόφαση θα τεθεί εκ νέου υπό κρίση και όλα ίσως αλλάξουν. Στην καλύτερη περίπτωση βέβαια το Δημόσιο θα επανακτήσει τα 44,1 εκατ. ευρώ που επέστρεψε στην ΑΓΕΤ προ μηνών. Αντιθέτως, αν γίνουν δεκτές οι θέσεις της ΑΓΕΤ, το Δημόσιο όχι μόνο θα απολέσει οριστικά τα 44,1 εκατ. ευρώ, αλλά θα κληθεί να επιστρέψει και τα 30,4 εκατ. ευρώ που αντιστοιχούν, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, στο κεφαλαιοποιηθέν το 1986 χρέος. Σε συνδυασμό με τους αναλογούντες τόκους που θα προκύψουν, η συνολική απώλεια για το Δημόσιο Ταμείο εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει σε 100 εκατ. ευρώ.


Οπως αναμενόταν, αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης έχει ασκήσει και η τσιμεντοβιομηχανία, ζητώντας από το ΣτΕ να ανατρέψει στο σύνολό της την απόφαση της Κομισιόν, επιμένοντας ότι η κεφαλαιοποίηση του 1986 δεν αποτέλεσε απαγορευμένη κρατική ενίσχυση. Για τη θεμελίωση μάλιστα αυτού του ισχυρισμού της η εταιρεία επικαλείται προγενέστερη απόφαση του ίδιου του ΣτΕ, το οποίο εκδικάζοντας στο παρελθόν προσφυγή της οικογένειας Τσάτσου για την ακύρωση της κεφαλαιοποίησης είχε αποφανθεί ότι η μετοχοποίηση ήταν σύννομη και συμβατή με το Κοινοτικό Δίκαιο.