Στο πλαίσιο της επανίδρυσης του κράτους θα πρέπει να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα στις επιτελικές αρμοδιότητες του κράτους «πλοηγού» και στις πάσης φύσεως υπηρεσίες του κράτους «κωπηλάτη». Το κράτος-«πλοηγός» διαμορφώνει τη στρατηγική και σχεδιάζει τις πολιτικές, με στόχο τη μεγιστοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας, ενώ το κράτος-«κωπηλάτης» προσφέρει υπηρεσίες στους πολίτες, είτε σε μονοπωλιακή βάση είτε σε ανταγωνισμό με άλλους φορείς. Σήμερα στην Ελλάδα η διάκριση αυτή είναι ανύπαρκτη. Το κράτος λειτουργεί ταυτόχρονα ως «πλοηγός» και ως «κωπηλάτης», συνθέτοντας ένα εξαιρετικά σύνθετο μόρφωμα, το οποίο γίνεται όλο και πιο περίπλοκο με την προσθήκη νέων ρυθμίσεων, που κατά κανόνα εξυπηρετούν κομματικές επιδιώξεις και συμφέροντα διαφόρων ομάδων πίεσης.


Το κράτος λοιπόν θα πρέπει να μειώσει την παρουσία του μέσω ιδιωτικοποιήσεων και να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών εμποδίων στην ανάπτυξη. Για παράδειγμα, στον τομέα της εκπαίδευσης στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους θα πρέπει να ανήκουν ο σχεδιασμός της πολιτικής για την εκπαίδευση, δηλαδή η παροχή δωρεάν παιδείας, ο προσδιορισμός βασικών προϋποθέσεων για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οι ρυθμιστικοί φορείς κ.ά., ενώ στον τομέα της προσφοράς υπηρεσιών θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται τόσο εκπαιδευτικοί οργανισμοί του Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι θα προσφέρουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου σε ανταγωνιστική βάση.


Παράλληλα με τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του κράτους θα πρέπει να εφαρμοσθεί μια στρατηγική σαφών στόχων, κινήτρων, επιβραβεύσεων και κυρώσεων, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει δυναμικά κίνητρα για εργασία, επιχειρηματικότητα και καινοτομία, καθώς και για υψηλή ποιότητα υπηρεσιών με ανταγωνιστικό κόστος και σαφώς προσδιορισμένους προϋπολογισμούς. Για την επίτευξη του στόχου μπορεί να ακολουθηθούν διαφορετικές προσεγγίσεις, ανάλογα με την περίπτωση. Μια «δημόσια υπηρεσία» ή ένας κρατικός οργανισμός μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί και να μετατραπεί σε ξεχωριστή επιχειρηματική μονάδα με δυνατότητες προσέλκυσης κεφαλαίων για επενδύσεις και με κίνητρο μια ικανοποιητική απόδοση για τα κεφάλαια αυτά, όπως έχει συμβεί με τον ΟΤΕ και την Εθνική Τράπεζα, παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν έχουν ιδιωτικοποιηθεί πλήρως.


Μία διαφορετική προσέγγιση απαιτείται όταν σε έναν συγκεκριμένο τομέα δημόσιες επιχειρήσεις ανταγωνίζονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις για την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη δυνατότητα των διοικήσεων να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια για την εκτέλεση έργων και την προσφορά υπηρεσιών. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο τομέας της δευτεροβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, όπου λειτουργούν ταυτόχρονα κρατικά και ιδιωτικά νοσοκομεία, με τα δημόσια να μην έχουν τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν τα ιδιωτικά στην προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και πελατών και αναπόφευκτα βασίζονται αποκλειστικά στον κρατικό κορβανά.


Επίσης μια ιδιαίτερη περίπτωση είναι ο τομέας της κατασκευής των δημοσίων έργων. Τα έργα αυτά, που χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο, ανατίθενται σε κατασκευαστικές εταιρείες χωρίς την ύπαρξη ολοκληρωμένων μελετών, με αποτέλεσμα η ποιότητα της εκτέλεσης και η τήρηση ή όχι των συμφωνηθέντων προδιαγραφών να μην μπορεί ουσιαστικά να ελεγχθεί. Με το σύστημα της αυτοχρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των συμπράξεων ιδιωτικού – δημόσιου τομέα στα δημόσια έργα, επιτυγχάνεται βελτίωση της ποιότητας και μείωση του κόστους, καθώς από τους παράγοντες αυτούς εξαρτάται η βιωσιμότητα ή όχι του έργου που επιβαρύνει τον ιδιώτη.


Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να επιδιώκεται η μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των υπηρεσιών που λειτουργούν στον δημόσιο τομέα, όπως π.χ., εφορίες, πολεοδομικές υπηρεσίες, σώματα ασφαλείας, Δικαιοσύνη κ.ά. Σήμερα η μέτρηση και η αξιολόγηση των υπηρεσιών είναι πράγματα άγνωστα. Για παράδειγμα, ο μέσος χρόνος για την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης είναι επτά έτη. Αν ένας δικαστής διεκπεραιώνει τις αποφάσεις του στο 1/3 του χρόνου ενός άλλου δικαστή σε μόνιμη βάση, η επίδοσή του αυτή δεν έχει επίπτωση στις προαγωγές ή στον μισθό. Επανίδρυση του κράτους λοιπόν σημαίνει την εισαγωγή της αίσθησης του ανταγωνισμού και της ανάγκης για αποδοτική εργασία σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης.


Επιπροσθέτως, η εξυπηρέτηση των πολιτών θα πρέπει να καταστεί βασικό συστατικό στη λειτουργία του κράτους. Για να γίνει κάτι τέτοιο πράξη θα πρέπει να δίδεται στους πολίτες δυνατότητα επιλογής και οι κρατικές επιχορηγήσεις να δίδονται σε σημαντικό βαθμό στους δικαιούχους και αυτοί να επιλέγουν τους φορείς από τους οποίους θα εξυπηρετηθούν. Θα πρέπει δηλαδή να ενισχύεται ο πολίτης που έχει ανάγκη, π.χ., να εισαχθεί σε ένα νοσοκομείο, και όχι το νοσοκομείο, ή να επιχορηγείται το εισιτήριο των αστικών συγκοινωνιών και όχι η επιχείρηση που παρέχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία.


Τέλος θα πρέπει να καθορίζονται πρότυπα παροχής συγκεκριμένων υπηρεσιών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο εξυπηρέτησης του πολίτη. Θα πρέπει δηλαδή να καθοριστεί ότι για την έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας μιας επιχείρησης απαιτούνται ορισμένες μικρές σε αριθμό ενέργειες και σε κάθε περίπτωση όχι περισσότερες απ’ ό,τι στο εξωτερικό και ένας μέγιστος αποδεκτός χρόνος που να μην είναι δυνατόν να παραβιαστεί χωρίς αποζημίωση του ενδιαφερομένου.


Ο κ. Μαρίνος Γιαννόπουλος είναι εντεταλμένος σύμβουλος και γενικός διευθυντής της Alpha Bank.