τη δεκαετία του 1990 η Ιρλανδία κατάφερε να ανεβάσει το βιοτικό της επίπεδο στον μέσο ευρωπαϊκό όρο μέσα σε επτά χρόνια. H απότομη αυτή άνοδος και σύγκλιση και οι λόγοι που την προκάλεσαν έχουν κινήσει το ενδιαφέρον σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες αναζητούν και αυτές τη δική τους συνταγή παρόμοιας επιτυχίας. Την περασμένη Τρίτη πραγματοποιήθηκε ημερίδα για το θέμα αυτό υπό την αιγίδα της EFG-Eurobank με ομιλητές δύο Ιρλανδούς, τους κκ. Pat McArdle και Dan Flinter, και δύο Ελληνες, την κυρία Λουρή-Δενδρινού και τον κ. Πολεμαρχάκη. Την ημερίδα προλόγισαν ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Δ. Σιούφας, ο διευθύνων σύμβουλος της EFG-Eurobank κ. N. Νανόπουλος και ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος κ. N. Καραμούζης. Σκοπός του άρθρου είναι να συνθέσει τα συμπεράσματα της ημερίδας, συμπεριλαμβανομένων των ερωτήσεων του ακροατηρίου τόσο για τις αιτίες του ιρλανδικού θαύματος όσο και για τα διδάγματα που πιθανόν να προσφέρει η ιρλανδική εμπειρία για την άσκηση οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα.


Το ιρλανδικό θαύμα δεν είναι μόνο θαύμα παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά κυρίως θαύμα αύξησης της συνολικής απασχόλησης. Στο διάγραμμα 1 περιγράφονται οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας και της συνολικής απασχόλησης από το 1980 ως σήμερα. Στην Ιρλανδία οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας ήταν υψηλοί και στη δεκαετία του 1980, προτού ξεκινήσει η μεγάλη αναπτυξιακή της πορεία. Αντίθετα η μεγάλη αύξηση στην απασχόληση παρατηρείται μετά το 1993 και συνδέεται άμεσα με τους τότε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Την περίοδο 1994-2001 της επονομαζόμενης «κελτικής τίγρης» η συνολική αύξηση της απασχόλησης ήταν 41%.


Τι ήταν αυτό που έκανε την απασχόληση να εκτιναχθεί μετά το 1993; H απάντηση πρέπει να έρθει και από την πλευρά της προσφοράς εργασίας και από την πλευρά της ζήτησης επιπλέον εργαζομένων από τις επιχειρήσεις.


Στην πλευρά της προσφοράς εργασίας η Ιρλανδία είχε διαχρονικά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: η προσφορά εργασίας συνδεόταν άμεσα με την αγορά εργασίας της Μεγάλης Βρετανίας. Οι ιρλανδοί εργαζόμενοι μετανάστευαν εύκολα προς τη Μεγάλη Βρετανία όταν οι συνθήκες στη χώρα τους ήταν άσχημες. Ωστόσο στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι συνθήκες στην αγορά εργασίας ήταν άσχημες και στη Μεγάλη Βρετανία.


* Οι γυναίκες στην αγορά εργασίας


Το αποτέλεσμα ήταν μια μαζική επάνοδος των Ιρλανδών στη χώρα τους, που αύξησε τον πληθυσμό της χώρας και τους απασχολούμενους, όταν οι ιρλανδικές και ξένες επιχειρήσεις ξεκινούσαν την επέκτασή τους στην Ιρλανδία και άρχισαν να προσλαμβάνουν. Ενα δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας και μάλιστα υπό μορφή μερικής απασχόλησης. H ελαστικότητα αυτή στην προσφορά εργασίας κράτησε και τους ρυθμούς αύξησης των πραγματικών μισθών σε χαμηλά επίπεδα, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις αθρόες προσλήψεις και υψηλά κέρδη.


Το ερώτημα λοιπόν για το ιρλανδικό θαύμα περιορίζεται στο ποια ήταν η αιτία που έκανε τους επιχειρηματίες να επιθυμούν την επέκταση των δραστηριοτήτων τους τη δεκαετία του 1990 και όχι πριν. Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι ιρλανδικές κυβερνήσεις είχαν ήδη μηδενίσει τους φορολογικούς συντελεστές στα κέρδη από τις εξαγωγές από τη δεκαετία του 1960.


Είχαν επίσης ξεκινήσει να επενδύουν στην παιδεία από τη δεκαετία του 1960. Είχαν στήσει μηχανισμούς προώθησης των εξαγωγών τους στο εξωτερικό από τη δεκαετία του 1970. Με άλλα λόγια, πολλοί από τους λόγους που συνέτρεξαν στο ιρλανδικό θαύμα προϋπήρχαν. Τι το καινούργιο λοιπόν συνέβη τότε που απελευθέρωσε το επιχειρηματικό ενδιαφέρον;


Το σημείο καμπής ήταν η αναγνώριση στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ότι η προηγούμενη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική επιδείνωνε την οικονομική κατάσταση της χώρας αντί να τη βελτιώνει. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης το 1985 είχε ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ και οι τόκοι απορροφούσαν τεράστια κονδύλια. H ανεργία είχε φτάσει στο 17%, διάφορα επιδόματα είχαν πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις για τον προϋπολογισμό, ενώ επικρατούσε ένα έντονο αίσθημα απελπισίας παντού. Συγχρόνως η γειτονική Μεγάλη Βρετανία, που παραδοσιακά αποτελούσε οδό διαφυγής, είχε παρόμοια προβλήματα.


H πόρτα για τους εργαζόμενους ήταν παντού κλειστή! Ετσι το 1987 επιτεύχθηκε μια συμφωνία ανάμεσα στα κόμματα και στους εκπροσώπους των εργαζομένων για ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης, που αρχικά τουλάχιστον θα βασιζόταν σε μειωμένες πραγματικές αποδοχές και σε μείωση των κρατικών δαπανών, ακόμη και αν αυτό συνεπαγόταν απολύσεις εργαζομένων! Στη συμφωνία υπήρχε και η μείωση του ωραρίου, αλλά δεν είχε προβλεφθεί αρχικά η μείωση της φορολογίας στο εισόδημα από εργασία. Αυτό έγινε αργότερα, όταν η αρχική πολιτική άρχισε να αποδίδει. Σημειώνεται ότι στη συνέχεια οι Ιρλανδοί ακολούθησαν τριετή προγράμματα «κοινωνικών δεσμεύσεων» που τηρήθηκαν και απέδωσαν.


* H κερδοφορία των επιχειρήσεων


Αυτά λοιπόν που επέτρεψαν τη μεγάλη αλλαγή μετά το 1987 ήταν η δημιουργία ενός ενάρετου κύκλου υψηλής κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων, η αύξηση των φορολογικών εσόδων, η σχετική μείωση των κρατικών δαπανών, η μείωση στα έξοδα από τόκους, η αύξηση της απασχόλησης και η διαρκής επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας χωρίς πληθωριστικές πιέσεις. Αργότερα μειώθηκαν και οι φορολογικοί συντελεστές στο εισόδημα από την εργασία και στα κεφαλαιακά κέρδη, ενώ τα τελευταία χρόνια η Ιρλανδία, όπως και η Κύπρος, έχει πιεστεί από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους σε έναν ενιαίο συντελεστή στα κέρδη όλων των επιχειρήσεων. Οι ομιλητές μας ανέφεραν ότι παρά τον μικρό φορολογικό συντελεστή στα κέρδη των επιχειρήσεων, που είναι 12,5%, σήμερα η Ιρλανδία έχει τα υψηλότερα έσοδα από τη φορολογία των επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.


Στο διάγραμμα 2 περιγράφεται ενδεικτικά το ύψος της δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτεύχθηκε στην Ιρλανδία στο πολιτικά δύσκολο σκέλος των κρατικών δαπανών.


Στην Ιρλανδία παρατηρείται μετά το 1987 μια σταδιακή μείωση των κρατικών δαπανών ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου εισοδήματος. Χρησιμοποιούμε το ακαθάριστο εγχώριο εισόδημα ως μέτρο μεγέθους της εγχώριας οικονομίας διότι στην Ιρλανδία αυτό αυξήθηκε με μικρότερους ρυθμούς από το ΑΕΠ. Το ΑΕΠ περιλαμβάνει και την κερδοφορία των ξένων επιχειρήσεων και είναι σήμερα στην Ιρλανδία περίπου 20% υψηλότερο. Αντίθετα στην Ελλάδα είχαμε αύξηση ως το 1993 και σταθεροποίηση έκτοτε. Οι Ιρλανδοί κατάφεραν να μειώσουν το χρέος τους, που σήμερα είναι στο 30% του ΑΕΠ, επειδή οι κρατικές τους δαπάνες αυξάνονταν με πολύ μικρότερους ρυθμούς από το ονομαστικό ΑΕΠ.


* Κερδισμένοι οι εργαζόμενοι


Ενα εύλογο ερώτημα είναι αν τελικά οι εργαζόμενοι κατέληξαν να είναι οι χαμένοι, παρά τις θυσίες που έκαναν. H απάντηση είναι ότι κέρδισαν και οι εργαζόμενοι. Το εθνικό εισόδημα αυξήθηκε τόσο πολύ – βρίσκεται στο 104% του μέσου ευρωπαϊκού σήμερα – που όλοι κέρδισαν. Μια δεύτερη απάντηση δίνει η τροχιά του δείκτη ανισοκατανομής του εισοδήματος (Gini Coefficient). Συγκρίσιμα στοιχεία πριν από το 1995 δεν υπάρχουν, αλλά τα στοιχεία μετά το 1995 δείχνουν μια μικρή βελτίωση στην κατανομή του εισοδήματος, επειδή το ύψος της ανισοκατανομής μειώνεται (διάγραμμα 3).


Είναι ξεκάθαρο ότι το μεγάλο άλμα της πραγματικής σύγκλισης που σημειώθηκε στην Ιρλανδία στην επταετία 1994-2001 δεν μπορεί να επαναληφθεί στη σημερινή Ελλάδα με τον τρόπο που έγινε εκεί. Το σημείο εκκίνησης για την Ελλάδα σήμερα δεν είναι μια οικονομική κρίση, που να μπορεί εύκολα να συσπειρώσει τα πολιτικά κόμματα και όλους τους κοινωνικούς εταίρους, ιδιαίτερα τους εργαζόμενους, σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, όπως έγινε στην Ιρλανδία. Ωστόσο η ιρλανδική εμπειρία παρέχει άλλα χρήσιμα διδάγματα.


Το πρώτο προφανές δίδαγμα είναι η ανάγκη επίτευξης όσο το δυνατόν ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης στην οικονομική πολιτική που ακολουθείται. Με τη συναίνεση όχι μόνον αποφεύγονται οι κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά δημιουργείται συνήθως και ένας ενάρετος κύκλος ευημερίας με πολλαπλασιαστικά οφέλη. Ενα δεύτερο δίδαγμα είναι η οριοθέτηση μιας δέσμης οικονομικών πολιτικών με κοινή φιλοσοφία και προοπτική και όχι απλώς η εφαρμογή ασύνδετων πολιτικών. H δέσμη αυτή υπάρχει στη χώρα μας μέσω της διαδικασίας της Λισαβόνας, που θα πρέπει όμως να μην παραμείνει άσκηση επί χάρτου.


Τα ουσιαστικά διδάγματα από την ιρλανδική εμπειρία όμως δεν έχουν να κάνουν με τις πολιτικές που ακολούθησαν οι Ιρλανδοί, αλλά με τον τρόπο που εφάρμοσαν τις πολιτικές αυτές. Οι Ιρλανδοί ήταν ιδιαίτερα επίμονοι στη μακρόπνοη στρατηγική τους για επενδύσεις στην παιδεία – παρά το γεγονός ότι έχαναν αρχικά τους αποφοίτους των πανεπιστημίων τους στο εξωτερικό -, αλλά και στην πολιτική τους προώθησης των εξαγωγών και προσέλκυσης ξένων επενδύσεων σε τομείς όπου οι ίδιοι υστερούσαν. Για παράδειγμα η Ιρλανδία επένδυσε στο λογισμικό από τα πέτρινα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπως επένδυσε και στη γνώση. Δεν της βγήκε η προσπάθεια τότε λόγω των μακροοικονομικών ανισορροπιών που περιέγραψα. Συνέχισε όμως την πολιτική της. Ρισκάρισε. Επένδυσε στα call centers προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, στο Διαδίκτυο και στο ηλεκτρονικό επιχειρείν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στη βιοφαρμακευτική στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Σήμερα προσπαθεί να σπρώξει την έρευνα στα πανεπιστήμιά της ώστε να δημιουργήσει τα μελλοντικά προϊόντα με την υψηλή προστιθέμενη αξία. H Ιρλανδία δεν μείωσε απλώς τα γραφειοκρατικά και φορολογικά εμπόδια στις ξένες επιχειρήσεις, αλλά έκανε έρευνα αγοράς και προσπάθησε να προσεγγίσει επιλεκτικά εταιρείες σε συγκεκριμένους τομείς. Το δίδαγμα για την Ελλάδα είναι ότι χρειάζεται ένα κράτος να έχει υπομονή, μακρόπνοη στρατηγική και να σκέφτεται ως επιχειρηματίας ώστε να μπορεί να συνδράμει τον επιχειρηματία χωρίς να τον υποκαθιστά.


Σήμερα όλοι στην Ελλάδα έχουμε το ερώτημα: «Από πού θα έλθει η ανάπτυξη στη χώρα μας»; Ποια είναι τα δικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα; Ποιοι οι τομείς της οικονομίας που αναμένεται να ευδοκιμήσουν στο μέλλον; Εχουμε σκοπό, για παράδειγμα, να φέρουμε ένα εκατομμύριο Βορειοευρωπαίους για να ζουν στη χώρα μας τουλάχιστον έξι μήνες; Θέλουμε να γίνουμε κέντρο ηλεκτρονικού εμπορίου στην ευρύτερη περιοχή; Μα πώς, αφού ακόμη και τα χρήματα του κοινοτικού πλαισίου στήριξης για τα ευρυζωνικά δίκτυα συνεχίζουν να λιμνάζουν; Τα ερωτήματα είναι πολλά και οι απαντήσεις δύσκολες. Απαιτούνται συνεχής εγρήγορση και σωστές επιλογές τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα. Οι Ιρλανδοί μάς δείχνουν τον δρόμο της εγρήγορσης.


Ο κ. Γκίκας A. Χαρδούβελης είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και οικονομικός σύμβουλος της EFG-Eurobank.