της αντιπολίτευσης δεν διευκολύνει την υιοθέτηση μιας νέας αντίληψης στις συλλογικέςn διαπραγματεύσεις


Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μερική ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας συνάντησε την καθολική και απόλυτη αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος. H επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τους πολεμίους της κυβερνητικής πρωτοβουλίας παρέπεμπε σε άλλες εποχές και έδειχνε να μη λαμβάνει καθόλου υπόψη της το δυσμενέστατο περιβάλλον στο οποίο καλείται να ανταγωνιστεί η ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση. Ακούσαμε πάλι επιχειρήματα για «κακούς» εργοδότες και «καλούς» εργαζομένους, για «κεκτημένα» δικαιώματα τα οποία είναι υπεράνω οποιασδήποτε αμφισβήτησης, για «εργασιακό μεσαίωνα» που θα καταστήσει τους εργαζομένους περίπου σκλάβους του κεφαλαίου, και άλλα τέτοια. Εν όψει δε της ανόδου του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, οι αντίπαλοι των μεταρρυθμίσεων ακονίζουν ήδη τα μαχαίρια τους.


H πολωτική και συγκρουσιακή αυτή ρητορική μπορεί να εξυπηρετεί κάποιες προφανείς μικροκομματικές σκοπιμότητες, δεν εξυπηρετεί όμως ούτε τα συμφέροντα των εργαζομένων ούτε τα συμφέροντα της μικρομεσαίας ελληνικής επιχείρησης, που στο κάτω κάτω δημιουργεί 8 στις 10 θέσεις απασχόλησης στη χώρα μας. H περιχαράκωση πίσω από ξεπερασμένα στερεότυπα, η απόλυτη άρνηση της μίας διεθνούς πραγματικότητας στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε και η εμμονή στη λογική ότι τίποτε δεν πρέπει να αλλάξει είναι αντιλήψεις που οδηγούν την ελληνική οικονομία όχι στην πρόοδο αλλά σε αδιέξοδο.


Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις μετακινούν την παραγωγική τους διαδικασία σε χώρες της Βαλκανικής, σε αναζήτηση φθηνότερου εργατικού κόστους αλλά και πιο ευέλικτων εργασιακών σχέσεων. H πραγματικότητα αυτή έχει αποτέλεσμα την απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων απασχόλησης για την ελληνική οικονομία. H ευρωπαϊκή εμπειρία μας λέει ότι κάποιες από αυτές τις μετεγκαταστάσεις θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν σε μια αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Μια αναδιάρθρωση που πρέπει να υιοθετήσει τη λογική αμοιβαίων υποχωρήσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Μια αναδιάρθρωση που μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από γόνιμο και ειλικρινή διάλογο, θα λαμβάνει υπόψη της τα πραγματικά δεδομένα και, κυρίως, δεν θα διέπεται από συγκρουσιακές λογικές, όπως αυτές που, δυστυχώς, στην πράξη προωθεί συχνά η πλειοψηφία του συνδικαλιστικού κινήματος.


Η Γερμανία είναι μία χώρα στην οποία υιοθετήθηκε στην πράξη αυτή η καινούργια αντίληψη για τις εργασιακές σχέσεις. Αντιμετωπίζοντας το υψηλότερο εργασιακό κόστος στην ευρωζώνη, μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, όπως η DaimlerChrsyler, η Siemens και η Volkswagan, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο η μείωση του εργασιακού κόστους μπορεί να εξασφαλίσει τη διατήρηση μέρους της παραγωγής τους στη Γερμανία. Τα πανίσχυρα γερμανικά εργατικά συνδικάτα αντιλήφθηκαν ότι οι εργοδότες δεν μπλόφαραν όταν απειλούσαν με κλείσιμο εργοστασίων και μετακίνηση παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Διοικήσεις επιχειρήσεων και συνδικαλιστικές ηγεσίες κατάφεραν, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις και με τις ευλογίες της κυβέρνησης του κ. Γκέρχαρντ Σρέντερ, να πετύχουν πρωτοποριακές συμφωνίες που βασίστηκαν σε μια καινούργια αντίληψη αμοιβαίων υποχωρήσεων εργοδοσίας και εργαζομένων.


Με αντάλλαγμα την εξασφάλιση θέσεων εργασίας, καθώς και νέες επενδύσεις, τα γερμανικά εργατικά συνδικάτα αποδέχθηκαν, κατά περίπτωση, ελαστικότερους κανονισμούς απασχόλησης, διαφορετικό εργασιακό καθεστώς για νεοπροσληφθέντες εργαζομένους, επιμήκυνση των ωρών εργασίας, ακόμη και πάγωμα μισθών για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι επιχειρήσεις με τη σειρά τους δεσμεύθηκαν ότι δεν θα μεταφέρουν την παραγωγική τους δραστηριότητα σε χώρες χαμηλού κόστους και ότι θα συνεχίσουν να επενδύουν στις εγχώριες παραγωγικές τους μονάδες, δημιουργώντας και νέες θέσεις απασχόλησης. Εκτιμάται ότι πάνω από 300.000 γερμανικές θέσεις εργασίας ενδεχομένως να σώθηκαν ως αποτέλεσμα τέτοιων συμφωνιών. H διατήρηση θέσεων απασχόλησης ανεδείχθη από τα συνδικάτα σε πιο σημαντικό «κεκτημένο δικαίωμα» από την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Οι ηγεσίες τους κατάλαβαν εγκαίρως ότι αν επέμεναν στη λογική τού «και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο» θα έχαναν και τα αυγά και τα πασχάλια.


Τα γερμανικό παράδειγμα αποδεικνύει στην πράξη ότι, και για τις ελληνικές επιχειρήσεις, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν περνάει αναγκαστικά μέσα από τη μετακίνηση της παραγωγής τους σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος. Σε κάποιους κλάδους εντάσεως εργασίας, η μετακίνηση σε χώρες χαμηλού κόστους μπορεί να είναι μονόδρομος, αλλά αυτό δεν ισχύει για όλη την ελληνική οικονομία. Για να μπορέσουν όμως να εξευρεθούν τέτοιες λύσεις αμοιβαίας ωφέλειας (win-win) και για τους εργοδότες και τους εργαζομένους, χρειάζεται να υιοθετηθεί μια νέα αντίληψη συλλογικών διαπραγματεύσεων. Μια αντίληψη που θα αναγνωρίζει την πραγματικότητα του αδυσώπητου διεθνούς ανταγωνισμού και δεν θα μένει προσκολλημένη σε πρακτικές του παρελθόντος, που στην πράξη απέτυχαν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η πολωτική και συγκρουσιακή λογική που υιοθετείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν διευκολύνει την επίτευξη τέτοιων συμφωνιών. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τη μαξιμαλιστική ρητορική και τις αναχρονιστικές αντιλήψεις και ας δούμε με νηφαλιότητα και ρεαλισμό πώς μπορούμε να κρατήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις απασχόλησης στη χώρα μας.


Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης είναι βουλευτής B´ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας.