Οι οικονομικές εκτιμήσεις των δύο ισχυρότερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου με αυτές των χρηματοοικονομικών αγορών εξακολουθούν να αποκλίνουν. Οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) φαίνονται πιο αισιόδοξοι για την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και της οικονομίας της ευρωζώνης, ενώ ανησυχούν για το ενδεχόμενο ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων. Αντίθετα, οι αγορές κεφαλαίου, χρήματος και ομολόγων δείχνουν, με την ως τώρα απόδοσή τους, να πιστεύουν πως ο κίνδυνος της επιβράδυνσης στους αναπτυξιακούς ρυθμούς της αμερικανικής οικονομίας και ενδεχομένως μιας ήπιας ύφεσης της ευρωοικονομίας είναι μεγαλύτερος από ό,τι εκτιμούν, κυρίως, ο πρόεδρος της Fed Αλαν Γκρίνσπαν και ο πρόεδρος της EKT Ζαν-Κλοντ Τρισέ.


Το ανακοινωθέν που συνόδευε την απόφαση της Fed να αυξήσει για όγδοη κατά σειρά φορά στο 3% τα αμερικανικά βραχυπρόθεσμα επιτόκια την περασμένη Τρίτη δείχνει αρκετά καθαρά ότι ο Αλαν Γκρίνσπαν δεν ανησυχεί για την πρόσφατη εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας όσο η πλειονότητα των επενδυτών σε όλον τον κόσμο. Και τούτο διότι ο κ. Γκρίνσπαν εκτιμά τη μείωση των καταναλωτικών δαπανών ως προσωρινό φαινόμενο, αφού την αποδίδει στις υψηλές τιμές πετρελαίου, οι οποίες πράγματι έχουν αρχίσει και υποχωρούν. Επισημαίνει επίσης ότι συνεχίζεται η βελτίωση στην αγορά εργασίας. Εκτίμηση που επιβεβαιώθηκε από το άλμα της απασχόλησης τον Απρίλιο. Οι νέες θέσεις εργασίας σε όλους τους τομείς της αμερικανικής οικονομίας, εκτός του αγροτικού, αυξήθηκαν κατά 274.000 τον Απρίλιο, ενώ οι οικονομολόγοι μιλούσαν για δημιουργία περίπου 170.000 νέων θέσεων εργασίας, ενώ τον Μάρτιο είχαν δημιουργηθεί μόλις 110.00 νέες θέσεις εργασίας.


* Οι ανησυχίες της Fed


Αντίθετα, ο αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης και οι συνάδελφοί του ιεραρχούν πρώτο τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Σημειωτέον ότι η φράση «οι μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες παραμένουν καλά συγκρατημένες», η οποία αρχικά έλειπε από το ανακοινωθέν, ερμηνεύθηκε από ορισμένους αναλυτές πως υποδηλώνει τις αυξανόμενες ανησυχίες της Fed για το ενδεχόμενο ανόδου των τιμών. Επίσης η Fed αρχίζει και ανησυχεί για το ενδεχόμενο οι υψηλές τιμές πετρελαίου να έχουν τελικά επιπτώσεις στον πυρήνα του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τον δείκτη τιμών που προτιμά να παρακολουθεί η Fed, ο πληθωρισμός έχει τώρα ανέβει σε 1,7% από 1,2% που ήταν στα τέλη του 2003. Ετσι έχει ήδη καλύψει τα υψηλότερα επίπεδα των προβλέψεων των αξιωματούχων της Fed για τον πληθωρισμό, αφού μιλούσαν για εύρος από 1,5% ως 1,75%. Μετρούμενος επίσης ο πληθωρισμός με τον παραδοσιακό δείκτη τιμών καταναλωτή έχει ανέβει σε 3,1% τον Μάρτιο από 1,9% που ήταν στα τέλη του 2003.


H εξασθένηση ωστόσο της αμερικανικής οικονομίας φαίνεται να έχει πνίξει, τουλάχιστον για την ώρα, οποιεσδήποτε προθέσεις των αξιωματούχων της Fed για επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων. Ωστόσο, λόγω των πληθωριστικών τους ανησυχιών, διατήρησαν την υπόσχεση ότι θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια με «έναν ρυθμό ο οποίος πιθανότατα να είναι μετρημένος». Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η διατήρηση της υπόσχεσης αυτής αποτελεί καθαρή ένδειξη πως η Fed δεν έχει την πρόθεση να σταματήσει τον ανοδικό κύκλο των επίσημων επιτοκίων της. Ισχυρίζονται ότι τα αμερικανικά επιτόκια θα πάνε υψηλότερα, ώσπου η οικονομία των ΗΠΑ να δείξει πως είναι πλέον αρκετές οι αυξήσεις των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων.


Αλλοι πάντως, όπως ο Στίβεν Ρόουχ της Morgan Stanley, πιστεύουν ότι η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων την περασμένη Τρίτη μάλλον θα είναι και η τελευταία του τρέχοντος κύκλου. «Αν η κατάσταση της οικονομίας ήταν πράγματι υγιής, στόχος της Fed θα είναι τα επιτόκια να πάνε στο 5%-5,5%. Ωστόσο, καθώς η δυναμική της κυκλικής ανάπτυξης τώρα εξασθενεί, τα λάθη μετά το σκάσιμο της φούσκας θα επιδεινώνονται, με συνέπεια να είναι αδύνατο για τη Fed να φέρει σε ουδέτερα επίπεδα τα πραγματικά επιτόκια» εκτιμά ο αναλυτής της Morgan Stanley.


* H ανάκαμψη της ευρωζώνης


Ενώ οι προθεσμιακές αγορές πιστεύουν ότι θα υπάρξουν μόνο δύο ή το πολύ τρεις περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας τον τρέχοντα χρόνο.


Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ μπορεί να μην επανέλαβε τις αισιόδοξες προβλέψεις του επικεφαλής οικονομολόγου της κεντρικής τράπεζας Οτμαρ Ισινγκ, ο οποίος προβλέπει ανάκαμψη της ευρωοικονομίας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά δεν συμμερίζεται την έντονη απαισιοδοξία των αγορών για τις οικονομικές προοπτικές στην ευρωζώνη και ανησυχεί μόνο για τον πληθωρισμό. Μιλώντας την περασμένη Τετάρτη μετά την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της EKT να αφήσει αμετάβλητο στο 2%, για 23ο στη σειρά μήνα, το βασικό επιτόκιο δανεισμού στη ευρωζώνη, ο κ. Τρισέ προειδοποίησε για πρώτη φορά ότι μια μείωση των επιτοκίων θα λειτουργούσε αντιστρόφως, αφού θα ενίσχυε τις πληθωριστικές προσδοκίες και τελικά θα ωθούσε σε υψηλότερα επίπεδα τα επιτόκια της αγοράς.


Οι προειδοποιήσεις του ευρωτραπεζίτη έγιναν μετά τις εκκλήσεις ορισμένων ευρωπαίων πολιτικών για μείωση του κόστους δανεισμού στην ευρωζώνη. Κυρίως από τον ιταλό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι αλλά και εμμέσως από την κυβέρνηση του γερμανού καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ, που ανησυχούν για το πολιτικό κόστος το οποίο εγκυμονεί η στασιμότητα των οικονομιών τους. Αυξανόμενα είναι τα απογοητευτικά νέα από τις οικονομίες και των 12 χωρών-μελών της ευρωζώνης τις τελευταίες εβδομάδες. Στη συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα ήλθαν να προστεθούν η εξασθένηση του γιγαντιαίου τομέα παροχής υπηρεσιών και η απώλεια της δυναμικής του καταναλωτικού τομέα. Οι καταναλωτές φαλινεται να μην επιθυμούν πλέον να δανειστούν για να ξοδέψουν. Στην περίπτωση μάλιστα που επιδεινωθούν οι συνθήκες στην αγορά εργασίας, ορισμένοι θα έχουν πρόβλημα στην εξυπηρέτηση του υπάρχοντος χρέους, ενώ άλλοι θα θελήσουν προληπτικά κυρίως να αυξήσουν την αποταμίευση πλήττοντας περαιτέρω την ασθενή ήδη ζήτηση στις μεγαλύτερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ.


Σε αναμονή οι επενδυτές


Αν οι προβλέψεις των κεντρικών τραπεζιτών αποδειχθούν σωστές και η οικονομική κατάσταση στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου δεν είναι τόσο κακή όσο όλα τα τελευταία στοιχεία υποδηλώνουν, τότε ο Μάιος και οι υπόλοιποι μήνες ενδεχομένως να είναι καλύτεροι από τον ζημιογόνο Απρίλιο. Για τις αμερικανικές blue chips μετοχές και κυρίως τις τεχνολογικές ο Απρίλιος ήταν o χειρότερος μήνας από τον Ιανουάριο του 2003. Και τα χρηματιστήρια της Ευρώπης υπέφεραν, ενώ οι αποδόσεις των ευρωομολόγων κατρακύλησαν σε νέα ιστορικά χαμηλά, με την απόδοση του 10ετούς διάρκειας γερμανικού ομολόγου (Bund) να διασπά προς τα κάτω τα επίπεδα του 3,4% και να σημειώνει νέα πτώση-ρεκόρ στο 3,362%.