Εδώ και καιρό έχει αναπτυχθεί προβληματισμός για τη συντηρητική στροφή της Θεσσαλονίκης, που εμφανίζεται από τη στάση προς το μεταναστευτικό στοιχείο και τις εκλογικές επιτυχίες ακροδεξιών στοιχείων ως τις φοβικές αντιδράσεις στο γνωστό θέμα της ονομασίας. Το κλίμα αυτό, που διακατέχει την πόλη, δεν μπορεί να καταστεί κατανοητό αν δεν λάβουμε υπόψη τις σχετικά πρόσφατες εξελίξεις στον οικονομικό βίο της πόλης. Συγκεκριμένα πρέπει να αξιολογήσουμε την ολοένα διευρυνόμενη ανισότητα μεταξύ της αθηναϊκής και θεσσαλονικιώτικης επιχειρηματικότητας.


Οι κυριότεροι λόγοι αυτής της ανισότητας είναι τέσσερις:


1. Το εκτεταμένο πρόγραμμα μετοχοποιήσεων που αφορά εταιρείες οι οποίες λόγω του μέχρι πρότινος δημόσιου χαρακτήρα τους έδρευαν στην Αθήνα.


2. H ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου (στην οποία συνέβαλαν τα μέγιστα οι μετοχοποιήσεις) και η προνομιακή πρόσβαση σε αυτό της επιχειρηματικής ηγεσίας της πρωτεύουσας, εν αντιθέσει με τα άλλα αστικά κέντρα της χώρας.


3. Ο επαναπατρισμός του κυρίως ναυτιλιακού κεφαλαίου στην Αθήνα και στον Πειραιά, όπου οι ευκαιρίες για τοποθετήσεις είναι μεγαλύτερες (επαναπατρισμός που βοηθήθηκε από το πρόγραμμα μετοχοποιήσεων και ιδιωτικοποιήσεων μια που βελτίωσε τις υποδομές, όπως στην περίπτωση των τηλεπικοινωνιών που θέλει η ναυτιλία, και παρήγαγε ευκαιρίες για την πλεονάζουσα ρευστότητα της ναυτιλίας, ιδίως στους αρεστούς σε αυτή χρηματοπιστωτικούς και κτηματομεσιτικούς κλάδους).


4. H επένδυση στη βελτίωση των υποδομών της πρωτεύουσας και η γενικότερη μεταφορά τεχνογνωσίας μέσω της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.


H ανισορροπία που έχουν διαμορφώσει αυτοί οι παράγοντες καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανής όταν βλέπουμε τις κεφαλαιοποιήσεις των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο. Το έτος 1997, όταν ιδρύθηκε ο δείκτης FT/ASE 20 (κατ’ ουσίαν ο δείκτης των είκοσι εκ των ισχυροτέρων ελληνικών επιχειρήσεων), η συνολική κεφαλαιοποίηση των τότε 21 εισηγμένων εταιρειών της Βόρειας Ελλάδας έφθανε μόλις στο 4,3 % της συνολικής κεφαλαιοποίησης των εταιρειών του δείκτη FT/ASE 20. Οκτώ χρόνια μετά, και παρά τον διπλασιασμό των εισηγμένων της Βόρειας Ελλάδας από 21 σε 46, αυτό το ποσοστό μειώθηκε στο 3,7 % – μια που η κεφαλαιοποίηση των εταιρειών του δείκτη FT/ASE 20 διπλασιάστηκε αυτή την περίοδο. Σήμερα όλες οι εταιρείες του δείκτη FT/ASE 20 έχουν τη διοίκησή τους στην Αττική (αλλά και από τις εταιρείες που συνθέτουν τον δείκτη FT/ASE 40 μόνο τέσσερις εδρεύουν εκτός Αττικής).


Αυτά τα νούμερα δηλώνουν τεράστια ανισότητα επιχειρηματικής δύναμης και επιρροής, ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της σχέσης της επιχειρηματικής ελίτ των Αθηνών τόσο με το ελληνικό Δημόσιο και την εκάστοτε κυβέρνηση όσο και με το διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι εν συγκρίσει με τις επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας. Δείχνουν επίσης την ενισχυμένη ικανότητα των επιχειρήσεων των Αθηνών να λειτουργούν εκτός των ελληνικών συνόρων (τα ελληνικά επενδεδυμένα κεφάλαια στα Βαλκάνια είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους αθηναϊκά – οι Βορειοελλαδίτες στα Βαλκάνια είναι περισσότεροι στον αριθμό αλλά έχουν πολύ λιγότερα κεφάλαια).


Αναμφίβολα αν η επιχειρηματική ηγεσία της Θεσσαλονίκης είχε αποκτήσει ανάλογα μεγέθη με αυτά των Αθηνών, θα είχε επηρεάσει και τον γενικότερο πολιτικό προσανατολισμό της πόλης. Κραταιές θεσσαλονικιώτικες επιχειρήσεις εντός της ελληνικής επικράτειας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή θα είχαν μεταδώσει στις πολιτικές ηγεσίες της πόλης και στον μέσο Θεσσαλονικιό μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ιδίως όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο των Βαλκανίων. Στο κλίμα της πόλης και στον δημόσιο διάλογό της θα ηγεμόνευε η αίσθηση της ευκαιρίας, όχι της απειλής και της συνοδοιπόρου μειονεξίας.


Αντ’ αυτού οι όποιες επιχειρηματικές επιτυχίες του βορειοελλαδίτικου χώρου έχουν επισκιαστεί από τη γιγάντωση των αθηναϊκών επιχειρήσεων. Εξαιτίας αυτού του λόγου απαξιώθηκε στη συνείδηση των κατοίκων της πόλης η προσπάθεια για μια Θεσσαλονίκη με ενισχυμένο ρόλο στην περιοχή των Βαλκανίων. Και μια που η φύση απεχθάνεται το κενό, τη σκυτάλη έχει πάρει η προάσπιση των πλέον αντιδραστικών και φοβικών συνισταμένων της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας. Ετσι η διεθνοποίηση έχει καταλήξει να αμφισβητείται στη Θεσσαλονίκη από πολιτικές ηγεσίες οι οποίες, εν έτει 2005, χωρίς αντίσταση και αντίλογο, αποκομίζουν οφέλη ενάντιά της και όχι μαζί της.


O κ. Αντώνης Καμάρας είναι οικονομολόγος


Το άρθρο αυτό βασίστηκε στη μελέτη του υπογράφοντος «Μεταρρυθμίσεις της αγοράς και αστική ανισότητα: Οι περιπτώσεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης», η οποία δημοσιεύθηκε από το Ελληνικό Παρατηρητήριο της London School of Economics.