Σιγά αλλά σταθερά αυτό που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες είναι μια προϊούσα χειροτέρευση του επιχειρηματικού κλίματος και η εμφάνιση ενός νέου κύματος απαισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας και την προοπτική της πραγματικής σύγκλισης. Ειδικότερα, για λόγους που ανάγονται κυρίως στην έλλειψη καθαρού μυαλού και ψύχραιμης αξιολόγησης των συνθηκών που διαμόρφωσαν τα κρυφά δημοσιονομικά ελλείμματα της περιόδου πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όλα δείχνουν ότι από την ευφορία του καλοκαιριού του 2004 γλιστράμε και πάλι σε μια κατάσταση μίζερης εσωστρέφειας και παραλυτικής αδράνειας. Τόσο έντονη είναι αυτή η τάση, ώστε απορρόφησε ήδη όλες τις ευνοϊκές επιδράσεις που περιμέναμε από τις καλές πρωτοβουλίες που έλαβε η κυβέρνηση με τον φορολογικό και τον αναπτυξιακό νόμο. Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι να καταλάβουμε τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες τροφοδοτούνται αυτές οι εξελίξεις και να τις αναστρέψουμε. Γι’ αυτό σήμερα θα επικεντρώσω τις παρατηρήσεις μου στα αίτια που προκαλούν το νέο κύμα της απαισιοδοξίας.


H απογραφή της δημοσιονομικής κατάστασης, η οποία ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, έδειξε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Ως εκ τούτου, το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα που αποκαλύφθηκε ήταν φυσιολογικό να προκαλέσει ένα σοκ, αφού δεν ήταν λίγο πριν από έξι μήνες οι πολίτες να οδηγούνται στην εκτίμηση ότι η οικονομία πηγαίνει καλά και έξι μήνες μετά να αποκαλύπτεται ότι η ανθηρότητα της οικονομίας ήταν το τεχνητό αποτέλεσμα μιας επιπόλαιης δημοσιονομικής διαχείρισης. Βεβαίως σε μερικούς ήταν γνωστό τι ακριβώς συνέβαινε γιατί συχνά – πυκνά μέσα από στήλες όπως η παρούσα προειδοποιούσαμε για το τι ακριβώς συνέβαινε. Αλλά μέσα στη γενική ευφορία της προ-ολυμπιακής περιόδου οι προειδοποιήσεις μας ήταν αδύνατο να βρουν ακροατήριο στους πολίτες και πολύ περισσότερο στους υπεύθυνους υπουργούς. Ετσι τώρα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα και χωρίς άλλα περιθώρια για δημιουργική δημοσιονομική λογιστική. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει πολλά στενόχωρα πράγματα τα οποία θα μας ακουμπήσουν όλους μας. Ας δούμε γιατί.


Προκειμένου να τιθασευθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος να ξαναμπεί σε πορεία αποκλιμάκωσης, η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να προχωρήσει στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων. Τα τελευταία είναι δυνατόν να επιτευχθούν μέσα από τρεις βασικές διαδικασίες. Αυτές είναι: η αύξηση των πάσης μορφής φόρων, η μείωση των δημόσιων δαπανών και οι ιδιωτικοποιήσεις. H αύξηση των φόρων, χωρίς να αποκλείεται, εκτιμώ ότι είναι δύσκολη. Οχι μόνο γιατί θα συνοδευόταν από υψηλό πολιτικό κόστος, αλλά και γιατί στους στόχους της κυβέρνησης είναι να αναθερμανθεί η οικονομία και να δημιουργηθούν ελκυστικές συνθήκες για τους επενδυτές. Συνεπώς σημαντικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα μπορούν να προέλθουν κυρίως από τις δύο άλλες διαδικασίες.


Αναφορικά με τη μείωση των δημόσιων δαπανών, το σύνηθες επιχείρημα είναι ότι στερούνται ελαστικότητας γιατί αποτελούνται κυρίως από δαπάνες για μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Πρόκειται για μύθο ο οποίος δεν ξεσκεπάστηκε ποτέ γιατί μάθαμε να ζούμε με δανεικά. Μερικά παραδείγματα τομέων στους οποίους θα μπορούσαν να γίνουν μεγάλες οικονομίες και να βελτιωθούν παράλληλα οι προσφερόμενες υπηρεσίες είναι η Παιδεία, η Υγεία και η Κοινωνική Πρόνοια. Στην Παιδεία θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να κλείσουν πολλά πανεπιστημιακά τμήματα, να μπουν δίδακτρα για όσους δύνανται να πληρώσουν κτλ. Στην υγεία θα μπορούσαν να μπουν νοσήλια για όσους μπορούν να πληρώσουν, να εισαχθούν συστήματα ελέγχου και παρακολούθησης των ημερών νοσηλείας, να εκχωρηθεί η διαχείριση δημόσιων νοσοκομείων σε ιδιώτες κτλ. Τέλος, στην κοινωνική πρόνοια, οι παροχές θα πρέπει να περιοριστούν μόνο σε όσους πληρούν κάποια αντικειμενικά κριτήρια και η διαχείριση του συστήματος να γίνει πιο αποτελεσματική.


Εχοντας πλήρως υπόψη πώς κράτη όπως, π.χ., η Ιρλανδία, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία, κατάφεραν να ανορθώσουν τις οικονομίες τους μέσα από πολιτικές όπως αυτές που ανέφερα πιο πάνω, είμαι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από τη δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών και την ταχεία ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης. Βεβαίως η αγωγή που προτείνω δεν είναι ευχάριστη, γιατί πολλοί θα χρειαστεί να ξεβολευτούν. Αλλά το πέρασμα από αυτή τη φάση είναι αναπόδραστο.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.