Υστερα από την απόφαση του Eco/Fin και την πρόθεσή του να υπαγάγει από τον επόμενο μήνα ή το αργότερο από τον Μάρτιο την ελληνική οικονομία υπό το αυστηρό καθεστώς παρακολούθησης που προβλέπει η διαδικασία του άρθρου 104, παρ. 9 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, μπορούμε με σιγουριά να περιγράψουμε το πλαίσιο οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης για τη δύσκολη προσεχή διετία. Και λέμε διετία γιατί απ’ όσα συζητήθηκαν στο διήμερο Δευτέρα – Τρίτη στις Βρυξέλλες είναι βέβαιο ότι μαζί με την υπαγωγή μας στην παρ. 9 του άρθρου 104 και σε αντιστάθμισμα ίσως αυτής θα μας δοθεί διετής περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή η χρονική άνεση να κατεβάσουμε το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης από το 6% που ήταν στη χρήση του 2004 κάτω από το όριο του 3% ως το τέλος του 2006. Αναμφίβολα η διετία που θα μας παρασχεθεί δίνει βαθιά ανάσα στην κυβέρνηση η οποία μπορεί τώρα με σιγουριά να εμμείνει στη γραμμή της για ήπια προσαρμογή, δηλαδή για μείωση του ελλείμματος χωρίς λιτότητα για τους μισθωτούς – συνταξιούχους και χωρίς τη μαζική επιβολή νέων φόρων. Ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γ. Αλογοσκούφης στην ενημέρωση των οικονομικών συντακτών για τα αποτελέσματα του Eco/Fin επανέλαβε ότι «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει την πολιτική της ήπιας προσαρμογής».


Τέρμα λοιπόν τα σενάρια τρόμου που διακινεί το παραμάγαζο των «εκσυγχρονιστών» και τα οποία προβλέπουν μύρια όσα δεινά για τους πολίτες και μάλιστα άμεσα: από πάγωμα μισθών ως αύξηση του ΦΠΑ, από κοινοτικά πρόστιμα ως λιτότητα στις κοινωνικές δαπάνες. Στο τέλος του μήνα όμως, που ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών θα ανακοινώσει την εισοδηματική πολιτική, θα προκύψει ότι άξονας της ήπιας προσαρμογής είναι να μην μετακυλισθούν τα βάρη του παρελθόντος στους οικονομικά ασθενέστερους. Οι αυξήσεις σε μισθωτούς και συνταξιούχους θα είναι πάνω από τον πληθωρισμό και με δεδομένο ότι θα υπάρχουν και οριακές μειώσεις στον φόρο εισοδήματος, το διαθέσιμο εισόδημα θα αυξηθεί. Βεβαίως, η αύξησή του θα υπολείπεται εκείνης του 2004, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρώτον πέρυσι ήταν προεκλογική χρονιά και δεύτερον ότι η προηγούμενη κυβέρνηση έδινε αυξήσεις εκ του ασφαλούς αφού γνώριζε ότι θα τις πλήρωναν αυτοί που θα τη διαδέχονταν στην εξουσία.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση μας παραχώρησε τη διετία σε ένδειξη της κοινοτικής αλληλεγγύης και ίσως γιατί πρέπει να αισθάνονται οι Βρυξέλλες αρκετές τύψεις συνειδήσεως ότι αρχίζουν την εφαρμογή της προσαρμογής από το ασθενέστερο μέλος. Ως γνωστόν, η Γερμανία και η Γαλλία δεν υπήχθησαν στη διαδικασία αυτή, αν και παραβάτες, απλούστατα γιατί ήσαν οι δύο ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά όμως αν η Ευρώπη προχωρήσει – όπως όλες οι ενδείξεις μαρτυρούν – στην αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, τότε η διετία θα μας παραχωρούνταν αυτοδικαίως.


Σε κάθε περίπτωση όμως η προοπτική της διετίας επιβεβαιώνει: Πρώτον ότι εφέτος δεν θα υπάρξουν πρόσθετα οικονομικά μέτρα πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2005. Και δεύτερον ότι η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής θα συνεχισθεί με συνέπεια και το 2006 αλλά, όπως και εφέτος, θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο στην περιστολή των δαπανών και όσον αφορά τα έσοδα η βελτίωσή τους θα στηριχθεί στην περιστολή της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη απόδοση της περαίωσης αλλά και στα πρόσθετα έσοδα από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών που θα εφαρμοσθούν στις μεταβιβάσεις ακινήτων από 1.1.2006. Νομίζω ότι ο κ. Γ. Αλογοσκούφης θα ήταν ευτυχής αν επετύγχανε εφέτος το έλλειμμα 3,6% του ΑΕΠ που προβλέπει η Επιτροπή και όχι το 2,8% που ο ίδιος έχει θέσει ως στόχο του προϋπολογισμού του 2005. Αν το εφετινό έλλειμμα κρατηθεί στο 3,6%, τότε τον Νοέμβριο που ο κ. Γ. Αλογοσκούφης θα καταθέσει στη Βουλή τον προϋπολογισμό του 2006 με τα μέτρα που θα περιλαμβάνει αυτός (συγκράτηση δαπανών και αύξηση εσόδων), θα μπορέσει να πείσει την Επιτροπή να εισηγηθεί την έξοδο της Ελλάδας από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. Αν αυτό συμβεί, τότε θα πρόκειται για σημαντική εξέλιξη η οποία θα επηρεάσει θετικά το επιχειρηματικό κλίμα, που είναι φυσικό τώρα να είναι διστακτικό και αβέβαιο, φοβούμενο αποτυχία της σταθεροποιητικής πολιτικής.


Οσον αφορά την προσπάθεια για μείωση των δαπανών, ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση του κ. Γ. Αλογοσκούφη ο οποίος είπε ότι «τα προβλήματα για τον προϋπολογισμό δεν προκύπτουν μόνο από τις δαπάνες και τα έσοδα της κεντρικής κυβέρνησης. Προκύπτουν πολλές φορές από καταπτώσεις εγγυήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, από κρυφά χρέη που προέρχονται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Θα πρέπει να συνεχισθεί η προσπάθεια νοικοκυρέματος των δημοσίων οικονομικών». Από την παρατήρηση αυτή προκύπτει ότι το 2006 το κέντρο βάρους στο νοικοκύρεμα θα μετατεθεί στον λεγόμενο ευρύτερο δημόσιο τομέα, δηλαδή στις ΔΕΚΟ και συνεπώς πρέπει να αναμένουμε σημαντικές κυβερνητικές παρεμβάσεις στον χώρο των αστικών συγκοινωνιών, στον ΟΣΕ, στην Ολυμπιακή κτλ. και, φυσικά, πρωτίστως στα νοσοκομεία όπου η κακοδιοίκηση και οι συντεχνίες σωρεύουν χρέη τα οποία καλείται να εξοφλήσει ο φορολογούμενος.


Αν όμως η διετία 2005-2006 θα είναι περίοδος επίμονης και συνεπούς δημοσιονομικής προσαρμογής και η κυβέρνηση θα είναι ειλικρινής στη διακήρυξή της ότι τα βάρη δεν θα μετακυλισθούν στους πολλούς, αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή των πολιτών θα μείνει ανεπηρέαστη. Διότι και μόνο η αγωνιώδης προσπάθεια να συγκρατηθούν οι δαπάνες σημαίνει ότι σε όλη τη δημόσια διαχείριση θα περάσει ένα κλίμα μιζέριας και βάσιμες προσδοκίες των πολιτών για βελτιώσεις στην κοινωνική πολιτική θα πρέπει να περιμένουν από το 2007 και μετά για να δικαιωθούν.