Το καθεστώς του παγκόσμιου εμπορίου των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων έχει αλλάξει από την 1η Ιανουαρίου 2005. Το καθεστώς των ποσοστώσεων καταργήθηκε και αναμένεται ότι δύο μεγάλες χώρες, η Κίνα και η Ινδία, θα εισβάλουν εμπορικά στην Ευρώπη και στις άλλες χώρες που είναι μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Δύο είναι τα στοιχεία που προκαλούν μεγάλη ανησυχία: πρώτον, ο μεγάλος όγκος παραγωγής αυτών των χωρών (υπενθυμίζεται ότι η Κίνα και η Ινδία μαζί αποτελούν το 40% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού) και, δεύτερον, το πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής.


Ο φόβος ότι οι εισαγωγές από τις χώρες αυτές θα πλήξουν σοβαρά την ελληνική παραγωγή είναι μεγάλος και εύλογος. Οι βιομήχανοι του κλάδου έχουν ήδη ζητήσει την προστασία του ελληνικού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από την ελληνική κυβέρνηση ζητούν επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών προκειμένου να μειωθεί το κόστος εργασίας (κάτι που θα πρέπει να γίνει δεκτό). Από την Ευρωπαϊκή Ενωση ζητούν αντισταθμιστικά μέτρα ώστε να ακυρωθεί έμμεσα το ευεργετικό καθεστώς παραγωγής που έχει εφαρμοσθεί στην Κίνα, το οποίο είναι αντίθετο προς τις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (κάτι που πρέπει να συζητηθεί σοβαρά).


Οι ανησυχίες των ελλήνων βιομηχάνων, σχετικά με το ενδεχόμενο της υποκατάστασης των ελληνικών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων με εισαγόμενα από την Κίνα και την Ινδία, είναι δικαιολογημένες. Ομως αυτή ακριβώς η υποκατάσταση είναι η ουσία του διεθνούς εμπορίου. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί μείωση του κόστους παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Το παγκόσμιο εμπόριο άλλους επηρεάζει αρνητικά και άλλους θετικά. Ας μην ξεχνάμε ότι ο David Ricardo, που πρώτος διατύπωσε τη θεωρία του συγκριτικού κόστους, υποστήριξε την εισαγωγή σιτηρών στην Αγγλία παρ’ ότι θα εθίγοντο τα συμφέροντα των άγγλων γαιοκτημόνων.


Υπάρχουν όμως θεμιτά μέτρα που η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πάρει για να μειώσει τις αρνητικές συνέπειες των εισαγωγών. Είναι κοινό μυστικό μεταξύ των ανθρώπων του εμπορίου ότι ένα σημαντικό μέρος των εισαγωγών από χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία κτλ. δεν ακολουθεί τις νόμιμες μεθόδους. Τα προϊόντα εισάγονται παράνομα, διακινούνται παράνομα στο εσωτερικό της χώρας και πωλούνται παράνομα. Αυτό σημαίνει αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος των επιχειρήσεων που λειτουργούν νόμιμα και υφίστανται το κόστος της νόμιμης λειτουργίας, το οποίο είναι σημαντικού ύψους.


Το πρώτο λοιπόν μέτρο που πρέπει να λάβει η κυβέρνηση είναι να επιβάλει τη συμμόρφωση όλων αυτών των εμπορικών δικτύων, που τώρα λειτουργούν παράνομα, στους νόμους του ελληνικού κράτους.


Οι άνθρωποι του εμπορίου υποστηρίζουν επίσης ότι τα εισαγόμενα προϊόντα, κυρίως από την Κίνα, συνοδεύονται από το εργατικό δυναμικό που είναι απαραίτητο για τη μεταφορά, διανομή και πώληση των προϊόντων. Με άλλα λόγια, η εισαγωγή των προϊόντων δεν δημιουργεί καμία ζήτηση για ελληνικό εργατικό δυναμικό, και οι εξαγωγές των κινεζικών προϊόντων συνοδεύονται από μετανάστευση εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα. Ομως άλλο το εμπόριο, άλλο η μετακίνηση του εργατικού δυναμικού. Ενα μέτρο που μπορεί να λάβει η χώρα μας χωρίς να παραβιάσει τους διεθνείς κανόνες εμπορίου είναι να αρνηθεί την παροχή αδειών εργασίας σε αλλοδαπούς από τις χώρες αυτές. Τα κινεζικά ή τα ινδικά προϊόντα μπορούν να εισάγονται από έλληνες εισαγωγείς και να πωλούνται από έλληνες εργαζομένους. Ετσι θα διατηρηθούν τα πλεονεκτήματα του εμπορίου και θα μετριασθούν οι αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση.


Πάντως οι σημαντικές προσαρμογές που καθίστανται αναγκαίες από την απελευθέρωση του εμπορίου είναι υπόθεση των ιδίων των βιομηχάνων.


Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών