Πριν από έξι μήνες είχα απευθυνθεί, ως πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, προς τον κ. Πρωθυπουργό και του ζητούσα να παρέμβει ώστε το υπουργείο Παιδείας να σταματήσει να υποσκάπτει τις προσπάθειές μας για διεθνή ανταγωνιστικότητα και διάκριση. Ιδού τι του έγραφα από τη στήλη μου στο «Βήμα» στις 18.6.2004: «Κύριε Πρωθυπουργέ, τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) που υπηρετούμε στο Τμήμα της Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών έχουμε αποφασίσει να διακριθούμε σε παγκόσμια κλίμακα. Να κάνουμε το Τμήμα μας ένα Κέντρο Αριστείας (Center of Excellence) στις επιστήμες της οικονομικής θεωρίας και της οικονομετρίας. Για τον σκοπό αυτόν τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια έχουμε προσελκύσει συναδέλφους διεθνούς εμβέλειας και εκσυγχρονίσαμε τα προγράμματα διδασκαλίας ώστε να μπούμε στην τροχιά που θα μας οδηγήσει στη λέσχη των φημισμένων τμημάτων οικονομικής επιστήμης των πανεπιστημίων της Δύσης…. Ομως η ταχύτητα της προόδου που επιτυγχάνουμε προς τον προαναφερθέντα στόχο είναι αργή και κινδυνεύει να αναστραφεί γιατί οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούμε αποθαρρύνουν και τους πλέον αισιόδοξους μεταξύ μας. Ως εκ τούτου, με το δικαίωμα που μου δίνουν οι δεσμεύσεις σας για την επανίδρυση της δημόσιας διοίκησης και τον εκσυγχρονισμό στον χώρο των πανεπιστημίων, απεφάσισα να σας απευθύνω την παρούσα έκκληση ώστε να παρέμβετε για την επίλυση των ακόλουθων προβλημάτων:


1. H κυρία υπουργός Παιδείας να υπογράψει αμέσως τους διορισμούς των νέων μελών ΔΕΠ που εκκρεμούν ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν στο Τμήμα μας το ταχύτερο δυνατόν.


2. H κυρία υπουργός Παιδείας να εγκρίνει τις επιπλέον θέσεις έκτακτου διδακτικού προσωπικού που έχουμε ζητήσει για να καλύψουμε τα κενά που δημιούργησε η απασχόληση των συναδέλφων μας στην κυβέρνησή σας…».


Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι η έκκλησή μου έτυχε της προσοχής του κ. Πρωθυπουργού. Αλλά με απογοήτευση αναγκάζομαι να επανέλθω σήμερα γιατί, ενώ δεν λύθηκε κανένα από τα θέματα που έθεσα, η συμπεριφορά του υπουργείου Παιδείας είναι εντελώς απαράδεκτη και μας εκθέτει διεθνώς. Για απόδειξη, έστω μόνο το ακόλουθο παράδειγμα: Τον Οκτώβριο του 2003 μάς εγκρίθηκε από το υπουργείο Παιδείας μια θέση ΔΕΠ σε επίπεδο επίκουρου καθηγητή ή λέκτορα. Σε χρόνο-ρεκόρ προχωρήσαμε σε όλες τις διαδικασίες που προβλέπουν οι νόμοι και τον Μάρτιο του 2004 εκλέξαμε τον κ. Χρ. Κωτσόγιαννη στη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή στην Οικονομική Επιστήμη. Εν συνεχεία, αφού έγινε ο έλεγχος της νομιμότητας από το νομικό τμήμα του πανεπιστημίου μας, ολόκληρος ο φάκελος υπεβλήθη τον Μάιο του ιδίου έτους στο υπουργείο Παιδείας για τον διορισμό του. Εκτοτε ο φάκελος του συναδέλφου περιφέρεται από γραφείο σε γραφείο μέσα στο υπουργείο και ακόμη περιμένουμε να γίνει ο διορισμός του. Επίσης στην ίδια κατάσταση αναμονής βρισκόμαστε από πολλών μηνών και για τους διορισμούς σε βαθμίδα καθηγητή του κ. Ηλ. Τζαβαλή και της Αικατερίνης Κυριαζίδου.


Για να προσελκύσουμε στο Τμήμα μας τους ανωτέρω συναδέλφους έχουμε αποδυθεί σε μεγάλες προσπάθειες. Και σας βεβαιώνω, κύριοι του υπουργείου Παιδείας, ότι δεν έρχονται ούτε για τους μισθούς που τους προσφέρουμε ούτε για τις διδακτικές και ερευνητικές συνθήκες που επικρατούν. Αν λοιπόν σας έχει απομείνει καθόλου αίσθημα ευθύνης, σας καλώ να σταματήσετε να μας εκθέτετε στη διεθνή πανεπιστημιακή κοινότητα και να ανταποκριθείτε στο καθήκον σας προχωρώντας άμεσα στους ανωτέρω διορισμούς.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.