Πέρυσι τέτοια εποχή οι ευρωπαϊκές οικονομίες έπασχαν από παρατεταμένη ύφεση, ενώ στη διεθνή σκηνή κυριαρχούσε ο φόβος για πιθανή κατάρρευση των αγορών από αντίποινα για την εισβολή στο Ιράκ. Οι επενδύσεις είχαν ανασταλεί, ο τουρισμός είχε συρρικνωθεί και το πετρέλαιο ακρίβαινε διαρκώς. Ελάχιστες οικονομίες ξέφυγαν από τη στασιμότητα, ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα, με ένα εντατικό πρόγραμμα υποδομών, μέτρα τόνωσης της απασχόλησης και ειδικές πολιτικές ενίσχυσης για τα φτωχά νοικοκυριά. Τελικά ο ρυθμός ανάπτυξης έφθασε το 4,5%, ο υψηλότερος στην Ευρώπη, κλείνοντας αισθητά την απόσταση που μας χωρίζει από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Εφέτος σχεδόν κανείς από τους περυσινούς αρνητικούς παράγοντες δεν ισχύει πλέον, δίνοντας μια σημαντική ελπίδα ανάκαμψης στην Ευρώπη, και μόνο το πετρέλαιο προκαλεί ανησυχίες. Οι οικονομικές αρχές σχεδόν σε κάθε χώρα φροντίζουν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία και να ξαναβρούν τη χαμένη δυναμική της ανάπτυξης.


Θα περίμενε κανείς ότι και στην Ελλάδα θα κυριαρχούσαν βάσιμες προσδοκίες για εντονότερη ανάπτυξη, περισσότερες επενδύσεις και νέες θέσεις δουλειάς. Κατά παράδοξο όμως τρόπο, η Ελλάδα το 2005 θα βιώσει δυσμενείς οικονομικές επιδόσεις με χαμηλότερη ανάπτυξη από πέρυσι και απολύσεις αντί για απασχόληση. Βασική αιτία είναι η ως τώρα αντικατάσταση της οικονομικής πολιτικής με τα ταμπούρλα της «απογραφής», που φανάτισαν μεν την κυβερνητική παράταξη εναντίον του ΠαΣοΚ, δυστυχώς όμως σκέπασαν και τις προτάσεις για διαρθρωτικές αλλαγές και ανάπτυξη στη νέα περίοδο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. H απόρριψη του προϋπολογισμού από την EE προτού ακόμη ψηφιστεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο, έκανε τη διαδικασία έγκρισής του να μοιάζει με φάρσα, όμως η έκδηλη αδυναμία εφαρμογής του μπορεί να πυροδοτήσει νέες αβεβαιότητες.


Ο φόβος είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση η κυβέρνηση, αντί να αλλάξει πολιτική, θα θελήσει να «τσιμεντώσει» τις επιλογές της, αυξάνοντας τις επιθέσεις στο ΠαΣοΚ για να εκτρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης μακριά από την ακρίβεια, την ανεργία και την επιδείνωση της καθημερινότητας. Ισως η τακτική αυτή φέρει μερικά κομματικά οφέλη, αλλά θα παρατείνει την αδράνεια και θα κολλήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές. H κυβέρνηση με τη φθορά των αντιπάλων της θα «αγοράσει» πολιτικό χρόνο, αλλά οι μεταρρυθμίσεις θα αναβληθούν και άλλο, με κίνδυνο να μη γίνουν ποτέ, αφού το 2006 είναι έτος δημοτικών εκλογών και το 2007 μπαίνουμε στην ευθεία της επόμενης αναμέτρησης. Επειδή η Ελλάδα θα «ποτίζεται» από την ανάκαμψη της Ευρώπης, την τόνωση του τουρισμού και το ζέσταμα των αγορών, τα πράγματα ίσως δεν χειροτερέψουν απελπιστικά και οι ιθύνοντες θα νομίζουν ότι η πολιτική τους δεν είναι και τόσο κακή για να την αλλάξουν.


Σίγουρα όμως η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε κατάσταση πολύ υποδεέστερη από αυτήν που θα μπορούσε να πετύχει. Αν αυτό συνειδητοποιηθεί εγκαίρως, τότε μπορεί κανείς να ελπίζει ότι με λιγότερη ή περισσότερη συναίνεση η οικονομική πολιτική θα απογαλακτιστεί από τον εμπαθή εναγκαλισμό του παρελθόντος, θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, θα επαναφέρει υψηλούς ρυθμούς επενδύσεων και η ανάπτυξη ίσως ξαναβρεθεί πάνω από 4%. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητο σε πρώτη φάση να γίνουν μια σειρά ώριμες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είχαν προετοιμασθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και στα λόγια τουλάχιστον τις αποδέχεται και η παρούσα. Αναφέρω χαρακτηριστικά τα συγχρηματοδοτούμενα έργα ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, την αξιοποίηση της τουριστικής περιουσίας, την Ευρωπαϊκή Οδηγία Κεφαλαιαγοράς, την αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ, την ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, την προσέλκυση ιδιωτών στα Ολυμπιακά Ακίνητα, τη λοβοτομή της γραφειοκρατίας στην έγκριση επενδύσεων και αρκετά άλλα. Ακόμη και σε πιο δύσκολα θέματα, όπως στην Παιδεία και στην ταχύτερη απονομή Δικαιοσύνης, φαίνεται ότι μπορούν να βρεθούν κοινές προσεγγίσεις και να φύγουμε από χρόνιες αντιπαραθέσεις. Από κει και πέρα, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση ας οικοδομήσουν τη δική τους στρατηγική, σε ένα έδαφος όμως κοινής εμπιστοσύνης στην οικονομία και όχι ξηλώματος των επιδόσεων του παρελθόντος.


H κυβέρνηση πρέπει επίσης να πάρει στα σοβαρά τα θέματα της ακρίβειας και της ανεργίας και να εγκαταλείψει την επικοινωνιακή αυταρέσκεια. Πολλά μέτρα που εφήρμοζε το ΠαΣοΚ θα της φανούν πιο χρήσιμα από τη χαρά που νιώθει όταν τα απορρίπτει. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, υπάρχει ελπίδα ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να πηγαίνει μπροστά και οι εργαζόμενοι να βελτιώσουν τη θέση τους. Διαφορετικά οι πολίτες θα δοκιμαστούν και η κυβέρνηση θα έχει διαλέξει «να ζήσει στον μύθο της», όπως λέει και το σύνθημα της καθυστερημένης τουριστικής εκστρατείας του 2005.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ και τέως υπουργός Οικονομίας.