Από το 1944 που νομοθετήθηκε ο αγορανομικός κώδικας μέχρι σήμερα οι δημόσιες αρχές, οι οποίες ήταν εκάστοτε επιφορτισμένες με την παρακολούθηση της διαμόρφωσης των τιμών στα είδη λαϊκής κατανάλωσης, κυνηγούν φαντάσματα. Ειδικότερα, προσπαθούν να συλλάβουν όσους αισχροκερδούν σε βάρος των καταναλωτών και να τους φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης για να τους επιβληθούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Αλλά παρά τις προσπάθειες δεκαετιών ουδέποτε συνελήφθη κάποιος για το αδίκημα αυτό και πολύ περισσότερο δεν καταδικάστηκε γιατί θεωρητικά και πρακτικά το αδίκημα της αισχροκέρδειας είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί.


Υπό το φως αυτής της μακρόχρονης εμπειρίας οι αγορανομικές και άλλες σχετικές αρχές θα περίμενα να έχουν συνετιστεί και να σταματήσουν αυτό το ανώφελο κυνήγι σε τομείς οι οποίοι είναι ανταγωνιστικοί λόγω του μεγάλου αριθμού των παραγωγών και των αγοραστών που συμμετέχουν. Εν τούτοις, όπως πληροφορούμεθα από τα έντυπα και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, αυτές τις ημέρες έχουν βγει πάλι παγάνα για να προστατεύσουν δήθεν την αγοραστική ικανότητα των συνταξιούχων και των άλλων αναξιοπαθούντων συμπολιτών μας. Επειδή λοιπόν αυτή η ατελέσφορη πρακτική πρέπει να τελειώσει ώστε όλοι οι πολίτες να αντιληφθούν ότι η μόνη φιλολαϊκή πολιτική είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η ολομέτωπη επίθεση στα ολιγοπώλια που δεν προάγουν την τεχνολογική εξέλιξη, σήμερα θα θεμελιώσω την πρόταση ότι «οι αγορανομικές αρχές διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλο».


Προς τούτο ας πάρουμε το εξής απλό παράδειγμα: Εστω ότι οι πατάτες αγοράζονται από τους παραγωγούς προς 30 λεπτά το κιλό και πωλούνται στις λαϊκές αγορές προς 90 λεπτά. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι μεσάζοντες, χονδρέμποροι και λιανέμποροι, από τον παραγωγό μέχρι τον καταναλωτή διακινούν τις πατάτες με ένα κόστος το οποίο τριπλασιάζει την τιμή τους. Πολλοί οι οποίοι βρίσκονται έξω από το εμπόριο της πατάτας θα σκεφτούν ότι το περιθώριο των 60 λεπτών που προστίθεται στην τιμή του παραγωγού από τους μεσάζοντες είναι υπερβολικό και ότι υπάρχει αισχροκέρδεια. H σκέψη αυτή ίσως είναι υπερβολική γιατί η εμπορία της πατάτας διεξάγεται ανταγωνιστικά και θα περίμενα οι τιμές να είναι κοστοστρεφείς. Αλλά χάριν της αποδείξεως είμαι διατεθειμένος να δεχθώ ότι στις λιανικές τιμές της πατάτας υποκρύπτεται κάποιος βαθμός αισχροκέρδειας, ο οποίος διαμορφώνεται από ατέλειες του ανταγωνισμού κυρίως στις τοπικές αγορές. Τα ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Αξίζει οι αρχές να ασχολούνται με το κυνήγι της περιορισμένης αισχροκέρδειας στην πατάτα ή μήπως θα έπρεπε να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους, ας πούμε, στον τραπεζικό κλάδο στον οποίο οι μεσάζοντες, δηλαδή οι τράπεζες, κερδίζουν 6 φορές το επιτόκιο το οποίο χορηγούν στους μικρούς καταθέτες; Σίγουρα θα έπρεπε να στοχεύσουν στον τελευταίο κλάδο ο οποίος χαρακτηρίζεται από ολιγοπωλιακή διάρθρωση χωρίς συμβολή στην τεχνολογική πρόοδο. Αλλά δεν το κάνουν, οπότε όλο το πλέγμα των θεσμών που έχουν θεμελιωθεί για την προστασία του ανταγωνισμού μένει έκθετο.


Συμπερασματικά, ενώ η αισχροκέρδεια κυκλοφορεί στους διαδρόμους των τραπεζών και των άλλων μεσαζόντων του χρήματος, η αγορανομία ψάχνει να τη βρει στις λαϊκές αγορές και η Επιτροπή Ανταγωνισμού κάνει ότι δεν βλέπει. Γι’ αυτό, αγαπητοί αναγνώστες, το τελικό ερώτημα είναι: Θα μας προστατεύσει η κυβέρνηση από τους προστάτες ή μήπως θα πρέπει να απευθυνθούμε στον Αϊ-Βασίλη; Χρόνια σας πολλά για τις γιορτές και ευχές για τον καινούργιο χρόνο.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών