Πριν από μερικές ημέρες δόθηκε για δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου με το οποίο επιχειρούνται η τροποποίηση και η συμπλήρωση του νόμου 703/1977 «περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού». Στο δελτίο Τύπου που κυκλοφόρησε σχετικά, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης ισχυρίζεται, μεταξύ των άλλων, ότι (α) με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου επέρχεται ριζική αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός του δικαίου που διέπει τον ανταγωνισμό στην Ελλάδα, και (β) η Επιτροπή Ανταγωνισμού (EA) σε επίπεδο θεσμού, αρμοδιοτήτων, ελεγκτικών εξουσιών και κανονιστικών παρεμβάσεων θα είναι σε θέση να αναλάβει και να διεκπεραιώσει αποτελεσματικά τον κεντρικό θεσμικό της ρόλο, στο πλαίσιο της λειτουργίας ευαίσθητων μηχανισμών της εθνικής οικονομίας και σε κρίσιμους τομείς της. Επειδή πρόκειται για μια θεμελιακή νομοθετική πρωτοβουλία, επιθυμώ να καταθέσω μερικές απόψεις οι οποίες ενδέχεται να βοηθήσουν ώστε οι σκοποί της να μην ανατραπούν στην πράξη από τον νόμο των μη ηθελημένων συνεπειών, σύμφωνα με τον οποίο τα αποτελέσματα που συχνά προκύπτουν είναι αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Σήμερα θα επικεντρωθώ στις προτεινόμενες ρυθμίσεις του νέου άρθρου 5 του σχεδίου νόμου.


Σε ορισμένους κλάδους με έντονα χαρακτηριστικά δικτυακών οικονομιών κλίμακας, στους οποίους σε πολλές χώρες λειτουργούσε ως πρόσφατα μια δημόσια επιχείρηση, θεωρήθηκε διεθνώς ότι δεν επαρκούν οι γνωστές νομοθετικές ρυθμίσεις περί ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα θεωρήθηκε ότι σε αυτούς τους κλάδους απαιτείται επιπλέον ρύθμιση των τιμών και γενικότερα της συμπεριφοράς της κυρίαρχης επιχείρησης. Γι’ αυτό η προσέγγιση που υιοθετήθηκε ήταν η δημιουργία ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών στις οποίες ανατέθηκε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο έργο.


Σε όλους τους άλλους κλάδους θεωρήθηκε ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις του νόμου 703/1977 είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση συνθηκών μη αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η άποψη που επικράτησε είναι ότι οι προβλέψεις των άρθρων 1 και 2 που αποβλέπουν στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων σε αγορές με μη αποτελεσματικό ανταγωνισμό και οι προβλέψεις του άρθρου 4 που αποβλέπουν στον προληπτικό έλεγχο των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων δίνουν όλη τη δυνατότητα στην EA να φέρει σε πέρας το έργο που της έχει ανατεθεί.


Αντιθέτως, κατά παρέκκλιση από την παγκόσμια βιβλιογραφία και πρακτική, το άρθρο 5 ουσιαστικά προτείνει να επιφορτιστεί η EA επιπλέον και τον ρόλο της ρύθμισης της συμπεριφοράς επιχειρήσεων σε δυνητικά κάθε κλάδο στον οποίο δεν υφίστανται ανεξάρτητες κλαδικές ρυθμιστικές αρχές, εφόσον στον κλάδο κρίνεται ότι δεν συντρέχουν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού. H εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει ακριβώς στα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά στα οποία στοχεύει. Οι λόγοι είναι οι εξής:


1. Το άρθρο είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει αβεβαιότητα στους επιχειρηματικούς κύκλους όπως και έλλειψη διαφάνειας ανάμεσα στους κύκλους αυτούς και τους παρεμβαίνοντες, κάτι που μόνο πολύ αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών. Γενικότερα, ενώ αναγνωρίζεται ότι η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών απαιτεί τη λιγότερη δυνατή ρύθμιση, το άρθρο 5 θα τους δημιουργήσει υπερβολικό «ρυθμιστικό βάρος».


2. Το άρθρο διακρίνεται για την αοριστία του. Δεν ορίζει πουθενά με τι κριτήρια θα αξιολογείται αν ο ανταγωνισμός είναι «αποτελεσματικός» ή όχι, ούτε διευκρινίζεται η έννοια των ρυθμιστικών μέτρων (π.χ. τι εννοούμε με τον όρο «κοστοστρεφείς τιμές», αν η έννοια θα εφαρμόζεται με το ίδιο τρόπο σε κάθε κλάδο, κτλ.). Επίσης δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για την αποσαφήνιση των ανωτέρω.


3. H εφαρμογή του άρθρου είναι ανέφικτη, τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη. Και τούτο γιατί όχι μόνο η ανεύρεση του κόστους σε κλάδους με διαφοροποιημένα προϊόντα είναι ανέφικτη, αλλά και γιατί η οποιαδήποτε προσπάθεια θα απαιτούσε αύξηση του προσωπικού της EA δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το προσδοκώμενο κοινωνικό όφελος.


Εν κατακλείδι, το άρθρο 5 είναι προφανές ότι έχει συνταχθεί από νομικούς χωρίς γνώσεις οικονομικής ανάλυσης. Γι’ αυτό πολύ πιθανά, αν δεν διαγραφεί, όχι μόνο θα ακυρωθεί στην πράξη, αλλά θα υποσκάψει και τις άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για προώθηση της ανάπτυξης και των επενδύσεων.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.