Κλείνω σήμερα την παρούσα σειρά των άρθρων μου με μια σύντομη αναφορά σε μερικά θέματα στα οποία η τοποθέτηση του ρυθμιστή στις τηλεπικοινωνίες, δηλαδή της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EETT), είναι κατά την άποψή μου επιεικώς αμφιλεγόμενη. Τα θέματα αυτά άπτονται των κοστολογικών ελέγχων. Οπότε αναγκαστικά έχουν τεχνικό χαρακτήρα. Αλλά ελπίζω να μπορέσω να τα εκλαϊκεύσω ώστε να γίνουν κατανοητά από τους αναγνώστες της στήλης.


Το πρώτο θέμα αφορά την τεχνολογία της ρύθμισης και έχει να κάνει με την κατεύθυνση, την περίοδο και την κοστολογική βάση. Ας πάρουμε πρώτα την κατεύθυνση της ρύθμισης. Αυτή πρέπει να αναφέρεται σε στόχους επιτεύξιμους μέσα σε μια προκαθορισμένη περίοδο στο άμεσο μέλλον (Forward looking). Αυτό επιβάλλεται για τρεις λόγους. Πρώτον, για να γνωρίζει εκ των προτέρων ο ΟΤΕ ότι οποιαδήποτε αποτυχία στην επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων θα έχει σημαντικό οικονομικό κόστος. Δεύτερον, για να γνωρίζει ο ΟΤΕ ότι, αν υπερκεράσει τους στόχους, ο ρυθμιστής δεν θα σπεύσει κατά την επόμενη ρυθμιστική περίοδο να του αφαιρέσει τα οφέλη που αποκόμισε από τις προσπάθειές του. Και, τρίτον, για να μπορεί ο ΟΤΕ να δημοσιεύει οικονομικές καταστάσεις με οριστικά αποτελέσματα. Αντιθέτως προς όλη τη βιβλιογραφία επί του θέματος, η κατεύθυνση της ρύθμισης που εφαρμόζει η EETT κοιτάζει προς τα πίσω (Backward looking), με αποτέλεσμα ο ΟΤΕ να έχει περιέλθει σε πλήρη ρυθμιστική αβεβαιότητα. Γι’ αυτό οι αναδρομικοί κοστολογικοί έλεγχοι της EETT πρέπει να σταματήσουν.


H δεύτερη παράμετρος της τεχνολογίας της ρύθμισης αναφέρεται στη χρονική περίοδο. Δηλαδή από πότε ως πότε θα ισχύει η ρύθμιση, οπότε ο ΟΤΕ θα γνωρίζει πόσο διάστημα θα έχει στη διάθεσή του να επιτύχει του στόχους που του θέτει η EETT. Στις περισσότερες χώρες το διάστημα της ρύθμισης είναι τρία χρόνια. H επιλογή αυτού του διαστήματος δεν είναι καθόλου αυθαίρετη, αφού η εκτίμηση της άριστης περιόδου της ρύθμισης έχει γίνει αντικείμενο επισταμένων επιστημονικών ερευνών. Αλλά τρία χρόνια είναι αρκετά μεγάλο διάστημα για να αποδώσουν οι προσπάθειες του ΟΤΕ και αρκετά μικρό διάστημα για την EETT να του επιτρέψει να καρπωθεί μεγάλα υπερκανονικά κέρδη, αν οι προσπάθειές του να προσαρμοστεί αποδειχθούν επιτυχημένες.


Ας έλθουμε τώρα στην κοστολογική βάση της ρύθμισης. Μέχρι σήμερα η προσέγγιση που ακολουθεί η EETT είναι να προσπαθεί να διαπιστώνει το κόστος καθεμιάς από τις επί μέρους ρυθμιζόμενες υπηρεσίες και επί του κόστους αυτού να καθορίζει κάποιες τιμές σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής πώλησης. Το κόστος μιας υπηρεσίας είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί. Για απόδειξη, αρκεί να αναφέρω ότι τόσο ο ΟΤΕ όσο και η EETT αδυνατούν να γνωρίζουν την οικονομική ζωή των χιλιάδων εξαρτημάτων που απαρτίζουν το δίκτυο της σταθερής τηλεφωνίας. Αλλά χωρίς αυτή τη γνώση είναι αδύνατον να υπολογιστούν με ακρίβεια οι αποσβέσεις. Οπότε με ανακριβείς αποσβέσεις το κόστος που προκύπτει είναι είτε υποτιμημένο είτε υπερεκτιμημένο. Γιατί λοιπόν να μη φύγουμε από τη ρύθμιση ανά υπηρεσία και να υιοθετήσουμε τη ρύθμιση για διάφορα καλάθια υπηρεσιών; Για παράδειγμα, έστω ότι μας ενδιαφέρει να ρυθμίσουμε τις τιμές των μισθωμένων κυκλωμάτων. H διαπίστωση του κόστους τους ως συνόλου είναι απείρως ευκολότερη από τη διαπίστωση του κόστους κάθε είδους κυκλώματος ξεχωριστά. Επομένως, αν βάλουμε όλα τα κυκλώματα σε ένα καλάθι και ορίσουμε κάποιο μέσο ποσοστό κερδοφορίας για τον ΟΤΕ στο κόστος του καλαθιού, τότε και η ρύθμιση θα είναι πιο αποτελεσματική και ο ΟΤΕ θα αποκτήσει την αναγκαία διαχειριστική ευελιξία.


Εν κατακλείδι, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η τεχνολογία της ρύθμισης που ακολουθεί η EETT στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης και συνοδεύεται από παρενέργειες με μεγάλο οικονομικό κόστος και για τον ΟΤΕ και για τη χώρα. Κατά συνέπεια το ζητούμενο είναι ποιος θα ρυθμίσει τον ρυθμιστή ώστε να εκσυγχρονιστεί.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.