Στο τεύχος του Σεπτεμβρίου 2004 του περιοδικού «Οικονομικές Εξελίξεις», το οποίο εκδίδεται από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας για την τιμολογιακή στρατηγική των εταιρειών τηλεφωνίας στην Ελλάδα. Από τις διαπιστώσεις της έρευνας προκύπτουν αρκετά σημαντικά συμπεράσματα. Ενα από αυτά είναι ότι κατά την περίοδο 1999-2003, κατά την οποία ο δείκτης τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε περίπου 20%, οι τιμές των τηλεφωνικών κλήσεων μέσω της σταθερής και της κινητής τηλεφωνίας μειώθηκαν πάνω από 25%. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για ένα μικρό θαύμα, στην επίτευξη του οποίου συνέβαλαν σίγουρα οι τεχνολογικές εξελίξεις και η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιακών αγορών και ίσως, σε κάποιον βαθμό, η τεχνολογία της ρύθμισης. Επομένως, ανεξάρτητα από τις διαφορές που μπορούν να υπάρχουν μεταξύ μας αναφορικά με τη συμβολή των επί μέρους παραγόντων στην αύξηση της σχετικής ευημερίας των καταναλωτών, γενικά συμφωνώ με τις διαπιστώσεις που διατύπωσε ο κ. E. Γιακουμάκης, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EETT), στο πρώτο ήμισυ της επιστολής του προς «Το Βήμα».


Αλλά η δική μου αρθρογραφία δεν αφορούσε τις εξελίξεις των τιμών των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Τα θέματα που ξεκίνησα να θίγω είναι συγκεκριμένα και έχουν να κάνουν με τις υπερβολές που διαπιστώνω ότι χαρακτηρίζουν ορισμένες πρακτικές της EETT στη ρύθμιση του ΟΤΕ. Ειδικότερα στο πρώτο μου άρθρο («Το Βήμα», 10.10.2004) έθιξα το θέμα των ορίων της θεμιτής ρύθμισης εν όψει των γενικότερων θεσμικών περιορισμών κάτω από τους οποίους λειτουργεί ο ΟΤΕ. Στο δεύτερο («Το Βήμα», 17.10.2004) παρουσίασα ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα παρεμβάσεων της EETT οι οποίες κατά την άποψή μου στοιχειοθετούν καταχρηστικές εφαρμογές διακρίσεων εις βάρος του ΟΤΕ και υπέρ των ανταγωνιστών του. Και, τέλος, σε προσεχείς επιφυλλίδες μου θα θίξω μερικά τεχνικά θέματα τα οποία εκκρεμούν σε επιστημονικό επίπεδο, οπότε η κάθε πλευρά στη διαδικασία της ρύθμισης δικαιολογείται να ισχυρίζεται ότι έχει δίκιο. Γι’ αυτό σήμερα θα κάνω μια παρέκβαση προκειμένου να απαντήσω στα σημεία της επιστολής του κ. E. Γιακουμάκη τα οποία άπτονται των απόψεων που διατύπωσα.


* Διαρθρωτική πολιτική και σύγκλιση. H εξουσιοδότηση της EETT από τους νόμους συνίσταται, μεταξύ των άλλων, στην υποχρέωση να εξασφαλίζει τιμές δικτυακών και άλλων ρυθμιζόμενων υπηρεσιών οι οποίες να είναι κοστοστρεφείς. Αυτό απαιτεί η EETT να διαπιστώνει το κόστος τους σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της σύγχρονης ελεγκτικής. Αλλά πουθενά οι νόμοι δεν δίδουν δικαίωμα στην EETT να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση του κόστους των εν λόγω υπηρεσιών. Αν λοιπόν ο ΟΤΕ, εξαιτίας εξωγενών και εν πολλοίς ανεξέλεγκτων παραγόντων, συνεχίζει να παραμένει πάροχος ρυθμιζόμενων υπηρεσιών υψηλού κόστους, αντίθετα απ’ ό,τι ισχυρίζεται ο κ. Γιακουμάκης, δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Αυτό που κάνει είναι να ανοίγει τον δρόμο στην κατασκευή εναλλακτικών δικτύων και να επιταχύνει έτσι την πορεία του προς την οικονομική απαξίωση.


* Ρύθμιση και ανάστροφες διακρίσεις. H EETT πρέπει τερματίσει όλες τις πρακτικές οι οποίες αποτελούν ανάστροφες διακρίσεις εις βάρος του ΟΤΕ. Ο ΟΤΕ πρέπει να έχει το δικαίωμα να διακόπτει την παροχή υπηρεσιών σε όσους παρόχους δεν εκπληρώνουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Ολοι οι πάροχοι πρέπει να υποχρεωθούν να καταθέτουν εγγυητικές επιστολές για την αξία των κυκλωμάτων που παραγγέλνουν καθώς και των υπηρεσιών που αγοράζουν από τον ΟΤΕ. Και γενικά ο ΟΤΕ πρέπει να μπορεί να συναλλάσσεται με τους ίδιους όρους που συναλλάσσονται οι επιχειρήσεις στον ιδιωτικό τομέα.


* Κοστολογικοί έλεγχοι και ρύθμιση. Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί στη διάθεσή μου προκύπτει ότι η EETT καταφεύγει συστηματικά σε μονομερείς και αδικαιολόγητες αποφάσεις στο πλαίσιο των κοστολογικών ελέγχων. Αν και επιφυλάσσομαι να επανέλθω αναλυτικότερα επί του θέματος, για του λόγου το αληθές έστω το ακόλουθο παράδειγμα. Ο κ. Γιακουμάκης ισχυρίζεται ότι η EETT χρησιμοποιεί αποκλειστικά το κοστολογικό σύστημα του ΟΤΕ για τον καθορισμό των τιμών των ρυθμιζόμενων υπηρεσιών. Εν τούτοις, η τελευταία απόφαση της ολομέλειας της EETT για την έγκριση των τιμολογίων του ΟΤΕ θεμελιώθηκε αποκλειστικά στον νόμο περί ανταγωνισμού και αγνόησε πλήρως τα αποτελέσματα του κοστολογικού ελέγχου που η ίδια η EETT διεξήγαγε.


Εν κατακλείδι, επειδή στο όριο η EETT τείνει πλέον να διαμορφώνει με τις αποφάσεις της τα οικονομικά αποτελέσματα του ΟΤΕ, το ζητούμενο είναι από τη μία μεριά να ξεκαθαρίσει τις αρχές και τις διαδικασίες της ρύθμισης ώστε να μειωθεί η ρυθμιστική αβεβαιότητα και από την άλλη να επανέλθει σε θέση ίσων αποστάσεων από όλους τους ανταγωνιστές ώστε να διατηρήσει αλώβητη την αξιοπιστία της.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.