Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα» (10.10.2004), με τίτλο «Ρυθμιστικές υπερβολές στις τηλεπικοινωνίες», το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΤΕ καθηγητής Γ. Μπήτρος διατυπώνει την άποψη ότι για την πορεία του ΟΤΕ ευθύνονται μεταξύ άλλων και «υπερβολές» του ρυθμιστή, δηλαδή της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EETT).


H άποψη αυτή τα τελευταία χρόνια διατυπώνεται – πολύ πιο άκομψα – από πολλούς και διαφορετικούς κύκλους. Παρά ταύτα η EETT, ασκώντας τον ρόλο της με σύνεση και στοχεύοντας διαρκώς στη διατήρηση ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος που να ευνοεί την επιχειρηματική ανάπτυξη, την ενασχόληση των επιχειρήσεων με το επιχειρηματικό αντικείμενό τους, την τόνωση του ανταγωνισμού στην απελευθερωμένη αγορά των τηλεπικοινωνιών προς όφελος του καταναλωτή, δεν θεώρησε ποτέ αναγκαίο και σκόπιμο να απαντήσει στις απόψεις αυτές. Θεωρούσαμε πάντα ότι την πειστικότερη απάντηση δίδουν τα αποτελέσματα της ρυθμιστικής πρακτικής μας. Αν συγκρίνουμε τη θέση του καταναλωτή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών πριν και μετά την απελευθέρωση της αγοράς (1.1.2001) τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους.


Ο έλληνας καταναλωτής μετά την απελευθέρωση της αγοράς εξοπλίστηκε με τη δύναμη της επιλογής. Δεν στοιβάζεται σε ουρές για να εξυπηρετηθεί, οι εταιρείες συναγωνίζονται ποια από όλες θα τον εξυπηρετήσει. H αγορά των τηλεπικοινωνιών αυτά τα χρόνια παρουσιάζει αρνητικό δείκτη τιμών καταναλωτή. Είναι η μοναδική αγορά της ελληνικής οικονομίας που τα τιμολόγια διαρκώς μειώνονται. Το μέγεθος της αγοράς αυξάνεται με ρυθμό υπερδιπλάσιο του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ. Οι επενδύσεις συνεχίζονται, και είναι υψηλές. Εχουμε συντελέσει ως ρυθμιστική αρχή τα μέγιστα ώστε η ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών να είναι σήμερα μια ευρωπαϊκών όρων αγορά. Να λειτουργεί με τους ίδιους νόμους, τους ίδιους κανονισμούς, τις ίδιες θεσμικές οντότητες και τις ίδιες πρακτικές με των αγορών των υπολοίπων χωρών-μελών της Ενωσης. H Ελλάδα σήμερα είναι από τις πλέον ανεπτυγμένες τηλεπικοινωνιακά χώρες όπου λειτουργεί ανταγωνιστική αγορά υπηρεσιών προς όφελος του καταναλωτή. Τα παραπάνω αποτελέσματα δεν προέκυψαν κατά τύχη, και σίγουρα δεν έχουμε φθάσει ως εδώ με οδηγό τον αυτόματο πιλότο. Αποτέλεσαν καρπό προσπαθειών της εκάστοτε κυβέρνησης, της ρυθμιστικής αρχής, των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην τηλεπικοινωνιακή αγορά και του έλληνα καταναλωτή. Ασφαλώς καταλυτικό ρόλο σε αυτήν την πορεία έπαιξε η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε αυτήν την πορεία πορευθήκαμε χέρι χέρι με τους εταίρους μας και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.


Αυτά για τις αλήθειες στις τηλεπικοινωνίες, και έρχομαι στο δεύτερο μέρος, που αφορά τις υπερβολές στις τηλεπικοινωνίες. Παρ’ ότι ο φίλτατος καθηγητής κ. Μπήτρος αποδίδει στην EETT ρυθμιστικές υπερβολές, εν τούτοις δεν απέφυγε ο ίδιος, ενδεχομένως από υπερβάλλοντα ζήλο, την κρυφή γοητεία της υπερβολής. Αναφέρει ο κ. Μπήτρος ότι «προκειμένου να ρυθμίσει τις τιμές των υπηρεσιών της σταθερής τηλεφωνίας (του ΟΤΕ), ο ρυθμιστής (η EETT) λαμβάνει υπόψη του τις τιμές των ίδιων υπηρεσιών σε κάποια άλλη χώρα, στην οποία θεωρεί ότι παράγονται με το μικρότερο δυνατόν κόστος. Με άλλα λόγια, θέτοντας ως μέτρο αναφοράς και σύγκρισης τις τιμές των εν λόγω υπηρεσιών στη χώρα με την κάλλιστη πρακτική (best practice), ο ρυθμιστής καθορίζει τις τιμές σε επίπεδα τα οποία εξωθούν τον ΟΤΕ να προσαρμοστεί ώστε να μειώσει το κόστος του… και… καταφεύγει σε υπερβολές, αναλαμβάνοντας ρόλους που δεν του ανήκουν, αφού με τα τιμολόγια και τα πρόστιμα που επιβάλλει, στην ουσία προσπαθεί να επιβάλει στον ΟΤΕ διαρθρωτική πολιτική…». Πού είναι η αλήθεια και πού η υπερβολή; H αλήθεια είναι ότι από το 2001 και μετά, όταν ο ΟΤΕ απέκτησε, καθυστερημένα, το κοστολογικό σύστημά του, ο έλεγχος των τιμολογίων του βασίζεται στα αποτελέσματα του κοστολογικού ελέγχου και στην απαίτηση της κοστοστρέφειας, κατ’ εφαρμογήν του νόμου, που ουσιαστικά μεταφέρει στην ελληνική έννομη τάξη διατάξεις κοινοτικών οδηγιών. Υπερβολή είναι να λέγεται ότι η ρύθμιση των τιμών του ΟΤΕ βασίζεται στην ευρωπαϊκή βέλτιστη πρακτική. H αλήθεια είναι ότι αυτή η πρακτική, όπως άριστα ο κ. καθηγητής θυμάται, χρησιμοποιήθηκε πριν από το 2001, όταν δεν υπήρχε κοστολογικό σύστημα στον ΟΤΕ και έπρεπε να εξαχθούν οι χονδρικές τιμές διασύνδεσης του δικτύου του ΟΤΕ με τα δίκτυα των άλλων παρόχων, προκειμένου να μπουν και αυτοί στην αγορά. Μάλιστα η πρακτική αυτή αποτέλεσε και αντικείμενο οδηγιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αλήθεια επίσης είναι ότι διάφοροι ευρωπαϊκοί δείκτες συγκρίνονται με τους δείκτες του ΟΤΕ, προκειμένου να αξιολογηθούν μερικές φορές τα ευρήματα των ελέγχων και να αποτιμηθεί και ο ρυθμός σύγκλισης. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου των τιμολογίων του ΟΤΕ. H απόσταση ανάμεσα στις δύο μεθόδους είναι σημαντική και η ταύτισή τους αποτελεί υπερβολή.


Συμφωνώ με τον κ. Μπήτρο ότι η EETT σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιβάλει διαρθρωτική πολιτική, η οποία ανήκει σε άλλους φορείς της πολιτείας. Ωστόσο, στον βαθμό που και ο ίδιος αναγνωρίζει τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του ΟΤΕ, αυτές σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να επιβαρύνουν τα κόστη αποτελεσματικών, αποδοτικών και ορθολογικά λειτουργουσών νεοεισερχομένων εταιρειών-παρόχων, ειδάλλως οι στρεβλώσεις του κυρίαρχου τηλεπικοινωνιακού οργανισμού γίνονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.


Από όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι η διασφάλιση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά των τηλεπικοινωνιών, η εφαρμογή της νομοθεσίας των τηλεπικοινωνιών και του ανταγωνισμού και η συμπόρευσή μας με τις υπόλοιπες χώρες της Ενωσης, ώστε να οικοδομήσουμε μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αποτελεί πρωτεύοντα στόχο, η επιτυχία του οποίου διασφαλίζει σύγχρονες, ποιοτικές υπηρεσίες σε ανταγωνιστικές τιμές για όλους και ισχυρό ρόλο στον καταναλωτή. Σε αυτό το νέο τοπίο έχει θέση κάθε δυναμική επιχείρηση του κλάδου, πολύ δε περισσότερο επιχειρήσεις με την εμπειρία και το οικονομικό μέγεθος του ΟΤΕ. H EETT με αυτή την αντίληψη μεριμνά καθημερινά για την ανάπτυξη και διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στον κλάδο με βάση τις αρχές που ορίζουν η ευρωπαϊκή νομοθεσία των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του ανταγωνισμού.


Ο κ. Μανόλης Γιακουμάκης είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EETT).