Στο προηγούμενο άρθρο μου με τον τίτλο «Ρυθμιστικές υπερβολές στις τηλεπικοινωνίες» θεμελίωσα την πρόταση ότι η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EETT) δεν νομιμοποιείται με τις αποφάσεις της να απαιτεί από τον ΟΤΕ διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες για να προχωρήσουν χρειάζονται ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις. Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική υπερβολή με την οποία προσπαθεί να φέρει εις πέρας τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί. Προς επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού σήμερα θα αναφερθώ συνοπτικά σε μερικές περιπτώσεις οι οποίες καταδεικνύουν ότι η EETT, στην προσπάθειά της να προωθήσει την ανάπτυξη της τηλεπικοινωνιακής αγοράς και να επιβάλει την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές, εφαρμόζει πρακτικές οι οποίες συνιστούν αντίστροφες διακρίσεις (reverse discrimination), δηλαδή εις βάρος του ΟΤΕ και υπέρ των ανταγωνιστών του.


Ισως η πιο κραυγαλέα απ’ αυτές τις πρακτικές είναι η εξής: Από την κείμενη νομοθεσία για την παροχή ανοικτού δικτύου, μεταξύ των άλλων, ο ΟΤΕ υποχρεούται να προσφέρει τηλεφωνικά κυκλώματα και άλλες δικτυακές υπηρεσίες σε ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούν αυτές τις εισροές για να παρέχουν υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας στους πελάτες τους. Αρκετές από τις εν λόγω εταιρείες εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τις συμβάσεις που έχουν συνάψει με τον ΟΤΕ. Αλλά συχνά παρουσιάζονται εταιρείες οι οποίες περιέρχονται σε οικονομική δυσπραγία, με αποτέλεσμα να δημιουργούν στον ΟΤΕ σημαντικές επισφάλειες. Σε τέτοιες περιπτώσεις οποιαδήποτε ιδιωτική επιχείρηση για να προφυλαχθεί θα διέκοπτε την εξυπηρέτηση των επιζήμιων πελατών της. Αυτό όμως απαγορεύεται στον ΟΤΕ, γιατί με αποφάσεις της η EETT τού έχει επιβάλει να προσφεύγει σε δικαστική διεκδίκηση των οφειλόμενων ποσών, η οποία βέβαια οδηγεί σε περαιτέρω συσσώρευση επισφαλειών και σημαντικές ζημιές, αφού οι δικαστικές διαδικασίες παίρνουν πολύ χρόνο για να καταλήξουν.


Συναφής προς την ανωτέρω είναι και μια άλλη υπερβολή. Αυτή είναι η εξής: Το Δημόσιο και συχνά οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να προφυλαχθούν από τον κίνδυνο επισφαλειών, ζητούν και λαμβάνουν εγγυήσεις καλής εκτέλεσης των συμβάσεων (performance bonds). Ετσι, υπό το φως των σημαντικών ζημιών που έχουν συσσωρευθεί, κυρίως από παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ο ΟΤΕ θα έπρεπε να έχει αρχίσει προ πολλού να ζητεί εγγυητικές επιστολές προκειμένου να προβαίνει, π.χ., σε ενοικιάσεις ή επιπρόσθετες παραγγελίες αιτούμενων τηλεφωνικών κυκλωμάτων. Εν τούτοις, η EETT δεν επιτρέπει στον ΟΤΕ να διακόψει την παροχή υπηρεσιών στους παρόχους που δεν εξοφλούν τα οφειλόμενα, αλλά και αρνείται να τους υποχρεώσει να καταθέσουν εγγυητικές επιστολές.


Τέλος, αλλά καθόλου τελευταία, είναι η ακόλουθη ακραία πρακτική. Εξαιτίας της έλλειψης εν οίκω (in house) ελεγκτικής ικανότητας, ο ρυθμιστής προβαίνει σε ανάθεση του ελέγχου των κοστολογικών στοιχείων του ΟΤΕ σε ελεγκτικές εταιρείες από την αγορά. Ωστόσο οι διάφορες ελεγκτικές εταιρείες δεν χρησιμοποιούν ενιαίες μεθόδους ελέγχου. Ούτε η EETT έχει φροντίσει να εκδώσει ένα εγχειρίδιο δεσμευτικών ελεγκτικών διαδικασιών. Ετσι, οσάκις αλλάζει ο ελεγκτής, αλλάζουν και κάποιοι βασικοί παράμετροι των ελέγχων, με αποτέλεσμα να προκαλείται στον ΟΤΕ σημαντική ρυθμιστική αβεβαιότητα. Αφού λοιπόν βρίσκεται κάτω από την αβεβαιότητα της αναδρομικής έγκρισης των κοστολογικών στοιχείων του από την EETT, ο ΟΤΕ δεν μπορεί να γνωρίζει, για παράδειγμα, τα οικονομικά του αποτελέσματα το τρίτο τρίμηνο του 2004, με αποτέλεσμα να περιέρχεται σε διοικητική και επιχειρησιακή κατωτερότητα σε σχέση με τους ανταγωνιστές του.


Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η EETT υπερβαίνει συστηματικά τα όρια των ρυθμιστικών ευθυνών και αρμοδιοτήτων της και ότι δεν βρίσκεται στην ίδια απόσταση (arm’s length) από τις ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις στην αγορά των τηλεπικοινωνιών.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.