Οταν παλαιότερα είχα θητεύσει ως σύμβουλος της διοίκησης του ρυθμιστή στις τηλεπικοινωνίες, δηλαδή της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EETT), το βασικό θέμα που μας απασχολούσε ήταν πώς να παρακινήσουμε τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ) να προετοιμασθεί για το ανταγωνιστικό περιβάλλον το οποίο επρόκειτο σύντομα να διαμορφωθεί. Οι αλλαγές στις οποίες προχωρούσε μας φαίνονταν απελπιστικά αργές και όλα έδειχναν ότι τόσο οι διοικήσεις, που έρχονταν και παρέρχονταν, όσο και το προσωπικό του οργανισμού δεν πίστευαν ότι θα αντιμετωπίσουν ποτέ σοβαρό ανταγωνισμό από άλλες τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις. Ορισμένοι μάλιστα πιο κυνικοί θεωρούσαν ότι και αν προέκυπτε σοβαρός ανταγωνισμός ο ΟΤΕ θα διέθετε πάντα τη δυνατότητα να προσαρμόζει τις εξελίξεις στα δικά του ληθαργικά αντανακλαστικά. Ετσι, παρά το γεγονός ότι οι εκάστοτε υπεύθυνοι στον οργανισμό είχαν προειδοποιηθεί επανειλημμένα και επίμονα να προχωρήσουν σε μια σειρά ενέργειες ώστε οι τιμές των υπηρεσιών της σταθερής τηλεφωνίας να γίνουν κοστοστρεφείς, δεν ανταποκρίθηκαν έγκαιρα, με αποτέλεσμα ο ρυθμιστής να επιβάλλει πλέον στον ΟΤΕ δυσβάστακτα πρόστιμα.


Τώρα, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΤΕ, είμαι υποχρεωμένος να σκεφτώ τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη ρύθμιση όχι από τη σκοπιά του ρυθμιστή, αλλά από τη σκοπιά του ρυθμιζομένου. Πρόκειται για μια ευκαιρία και μια πρόκληση. H ευκαιρία συνίσταται στο ότι από μέσα μπορώ να εκτιμήσω καλύτερα την ειλικρίνεια των προθέσεων και τους περιορισμούς υπό τους οποίους λειτουργούν η διοίκηση και οι υπηρεσίες του ΟΤΕ στα ρυθμιστικά θέματα. Οσον αφορά δε την πρόκληση, αυτή πηγάζει από τις τεχνικές δυσκολίες του αντικειμένου γιατί μπορεί κανείς να παρασυρθεί εύκολα σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα τα οποία να μην απορρέουν από αντικειμενική ανάλυση των δεδομένων. Γι’ αυτό στην παρούσα σειρά άρθρων θα περιορισθώ στις πτυχές των ρυθμιστικών θεμάτων για τις οποίες μπορώ να διατυπώσω άποψη με ασφάλεια.


Θα αρχίσω από τη διαπίστωση ότι, προκειμένου να ρυθμίσει τις τιμές των υπηρεσιών της σταθερής τηλεφωνίας, ο ρυθμιστής λαμβάνει υπόψη του τις τιμές των ίδιων υπηρεσιών σε κάποια άλλη χώρα στην οποία θεωρεί ότι παράγονται με το μικρότερο δυνατό κόστος. Με άλλα λόγια, θέτοντας ως μέτρο αναφοράς και σύγκρισης τις τιμές των εν λόγω υπηρεσιών στη χώρα με την κάλλιστη πρακτική (best practice), ο ρυθμιστής καθορίζει τις τιμές σε επίπεδα τα οποία να εξωθούν τον ΟΤΕ να προσαρμοσθεί ώστε να μειώσει το κόστος του. Ως εδώ η προσέγγιση από τη στενή τεχνοκρατική σκοπιά του ρυθμιστή φαίνεται δικαιολογημένη. Αλλά αν είναι έτσι, εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες. Ενας, για παράδειγμα, έχει να κάνει με την ταχύτητα της σύγκλισης που επιδιώκει ο ρυθμιστής μεταξύ του κόστους του ΟΤΕ και του κόστους στη χώρα με την κάλλιστη πρακτική. Ενας άλλος σχετίζεται με την τεχνολογία της ρύθμισης, αν δηλαδή εφαρμόζεται κατά τρόπο που να παρακινεί τον ΟΤΕ να ανταποκριθεί. Και ακόμη ένας τρίτος παράγοντας αφορά τις πραγματικές δυνατότητες του ΟΤΕ να προβεί σε αναδιάρθρωση ώστε να μειώσει το κόστος των υπηρεσιών της σταθερής τηλεφωνίας. Σήμερα θα διαπραγματευθώ τον πρώτο από αυτούς τους παράγοντες.


Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα που δημοσιεύει ο ΟΤΕ, τα κέρδη του από τις υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας τα τελευταία τρία χρόνια μειώνονται και τίποτε δεν αποκλείει εφέτος να παρουσιάσει ζημίες. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ακυβερνησία του οργανισμού, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία κρίσιμα χρόνια, και η αύξηση το μοναδιαίου κόστους εργασίας. Αλλά τα προβλήματα αυτά είναι διαρθρωτικά και η διόρθωσή τους απαιτεί τη σύμπραξη παραγόντων που βρίσκονται έξω από τον ΟΤΕ. Ειδικότερα, απαιτούν τη σύμπραξη της κυβέρνησης, των κομμάτων και των εργαζομένων. Κατά συνέπεια, η επιβολή τιμολογίων βασισμένων στην κάλλιστη πρακτική καθώς και δυσβάστακτων προστίμων από τον ρυθμιστή, αντί να εξωθεί τον ΟΤΕ στην ταχύτερη σύγκλιση του κόστους του, συμβάλλει στη διάβρωση των οικονομικών του και βαθμιαία τον μετατρέπει σε προβληματική επιχείρηση, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών της χώρας. Γι’ αυτό η άποψή μου είναι ότι ο ρυθμιστής καταφεύγει σε υπερβολές, αναλαμβάνοντας ρόλους που δεν του ανήκουν, αφού με τα τιμολόγια και τα πρόστιμα που επιβάλλει στην ουσία προσπαθεί να επιβάλει στον ΟΤΕ διαρθρωτική πολιτική, η οποία ανήκει σε άλλους υπεύθυνους φορείς της πολιτείας.


Εν κατακλείδι, επειδή ο ΟΤΕ έχει καθυστερήσει να αναπροσαρμοσθεί στα δεδομένα της ανοικτής τηλεπικοινωνιακής αγοράς για λόγους που σχετίζονται με τη γενικότερη διαρθρωτική πολιτική των πρόσφατων κυβερνήσεων της χώρας, ο ρυθμιστής βρίσκεται όντως σε δύσκολη θέση γιατί δεν ρυθμίζει ένα αμιγώς ιδιωτικό μονοπώλιο. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την αντιποίηση των αρμοδίων πολιτικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της διαρθρωτικής πολιτικής.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.