Καθ’ όλη τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, οι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Επενδύσεων (ΕΛΚΕ) και τον Σύνδεσμο των Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), προσπάθησαν μέσα από τις εκδηλώσεις της Επιχειρηματικής Λέσχης της Αθήνας (Athens Business Club) να πείσουν ότι το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα μας θα γίνει φιλικό προς τις ξένες επενδύσεις. Μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν ήδη στη δημόσια διοίκηση με στόχο την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και τη μείωση του κόστους των συναλλαγών με το Δημόσιο, τη βαθμιαία μείωση των φορολογικών συντελεστών και την περαιτέρω απλοποίηση και αντικειμενικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, την αποτελεσματικότερη ενίσχυση των επιχειρήσεων ώστε να αναπτύξουν συγκριτικά πλεονεκτήματα με όρους διεθνούς ανταγωνισμού, το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις τηλεπικοινωνίες κτλ., διαβεβαίωσαν προς κάθε κατεύθυνση ότι ένας από τους κεντρικούς στόχους της νέας κυβέρνησης είναι να προσελκύσουμε ως χώρα ένα μεγαλύτερο ποσοστό από τις ξένες άμεσες επενδύσεις. Το μήνυμά τους ήταν δυνατό και ξεκάθαρο, αλλά η πειστικότητά του παραμένει αμφίβολη γιατί από τα ίδια ή και διαφορετικά κέντρα αποφάσεων εκπέμπονται αντιφατικά μηνύματα. Προς επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης, θεωρώ ότι αρκεί να αναφερθώ στο παράδειγμα της πολιτικής που ακολούθησε το υπουργείο Ανάπτυξης αναφορικά με τα δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων και φροντιστηρίων.


Στον τομέα αυτόν της εκπαίδευσης δραστηριοποιούνται πολλές μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες προσδοκούν να αποκομίσουν κάποια απόδοση στα κεφάλαια που έχουν επενδύσει. Αν θα επιτύχουν να υλοποιήσουν τις προσδοκίες τους εξαρτάται, μεταξύ των άλλων, από την ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που προσφέρουν και την τιμολόγηση που ακολουθούν. Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι αντιμετωπίζουν από τη μια μεριά τον οξύ ανταγωνισμό των δημόσιων εκπαιδευτηρίων και από την άλλη τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, οι τιμές των υπηρεσιών τους πρέπει κατά τεκμήριο να συγκλίνουν διαρκώς προς το κόστος της ανταγωνιστικής ισορροπίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για οποιονδήποτε να ισχυριστεί ότι τα δίδακτρα διαμορφώνονται ολιγοπωλιακά και να θέσει θέμα διοικητικού ελέγχου τους από την πολιτεία.


Προσωπικά είμαι βέβαιος ότι αυτή ήταν η ανάλυση η οποία βρισκόταν πίσω από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο υφυπουργός κ. I. Παπαθανασίου προκειμένου να προτείνει την πλήρη απελευθέρωση των διδάκτρων των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων. Αλλά βρέθηκε προ μιας σφοδρότατης επίθεσης από επικριτές του KKE και του ΠαΣοΚ για δήθεν ληστρικές αναπροσαρμογές των διδάκτρων και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί, προφανώς γιατί η κυβέρνηση θεώρησε το θέμα ασήμαντο για να τον στηρίξει. Εν τούτοις το περιστατικό αυτό ήταν μεν μικρό, αλλά υπέσκαψε σοβαρά τις προσπάθειες να πεισθούν οι ξένοι επενδυτές ότι το επιχειρηματικό κλίμα θα αλλάξει.


Οι λόγοι που επικαλούμαι γι’ αυτήν την εκτίμηση είναι τουλάχιστον τρεις. Ο πρώτος έχει να κάνει με την έκταση στην οποία η νέα κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στον τομέα της απελευθέρωσης των αγορών. Προφανώς αν δεν τολμάει να εγκαταλείψει την πάλαι ποτέ ολέθρια πολιτική του διοικητικού καθορισμού των διδάκτρων, τότε η πολιτική που θα ακολουθήσει σε σοβαρότερα θέματα καθίσταται αβέβαιη. Ο δεύτερος λόγος πηγάζει από τη σκέψη ότι όταν η κυβέρνηση ενδίδει στην κριτική της αντιπολίτευσης σε μια περίπτωση που μπορεί να υπερασπίσει τις φιλελεύθερες επιλογές με αδιαφιλονίκητα θεωρητικά και εμπειρικά επιχειρήματα, αργά ή γρήγορα θα περιέλθει σε κρίση ταυτότητας. Και, τέλος, ο τρίτος λόγος είναι ότι πισωγυρίσματα όπως αυτό που συζητούμε δημιουργούν υπόνοιες έλλειψης του απαραίτητου συντονισμού μεταξύ των επί μέρους οικονομικών πολιτικών, με αποτέλεσμα στην πράξη να αυτοαναιρούνται. Συνεπώς, αν οι ξένοι επενδυτές συνεχίσουν να μας προσπερνούν, δεν θα πρόκειται για διεθνή συνωμοσία εναντίον μας, αλλά γιατί άλλα διακηρύσσουμε και άλλα κάνουμε.


Εν κατακλείδι, το συμπέρασμα που βγάζω είναι ότι για να επιτύχουμε στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων χρειάζεται όλες οι οικονομικές πολιτικές να είναι συντονισμένες στον σκοπό αυτόν και να μην αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες σχετικά με τη φιλικότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος που η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διαμορφώσει.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.