Ο εν ισχύι αναπτυξιακός νόμος αποτελεί εξ υπαρχής λανθασμένη σύλληψη, διότι δεν ξεκίνησε από θεμελιωμένες εμπειρικές θέσεις όσον αφορά τους κλάδους παραγωγής με βιώσιμη αναπτυξιακή προτεραιότητα, αλλά μάλλον από προκαταλήψεις και επιρροές ομάδων συμφερόντων, οι οποίες συνήθως ταυτίζουν το ίδιον συμφέρον με το γενικό, θεωρούντες το ίδιον, και δη βραχυπρόθεσμο, συμφέρον προαγωγικό του γενικού. Οι πολλές μεταγενέστερες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του εν λόγω νόμου δεν τον απεμάκρυναν από τη λανθασμένη βάση εκκινήσεως.


Ενας αληθινά νέος αναπτυξιακός νόμος είναι απαραίτητος στο πλαίσιο μιας αναπτυξιακής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του οξυμμένου αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας. Με σημείο εκκινήσεως τη μηδενική βάση και οδηγό κλαδικές προτεραιότητες, που έχουν δικαιωθεί από την εμπειρική πραγματικότητα ή δικαιολογούνται από εμφανή ή διαφαινόμενα πλεονεκτήματα, ο νέος νόμος πρέπει να αντανακλά με καθαρότητα ορθές νέες αναπτυξιακές προτεραιότητες. Είναι αυτονόητο ότι το πλέγμα των κινήτρων του νόμου, όσο γενναιόδωρα και σωστά προσανατολισμένα και αν είναι, θα έχει μικρή αποτελεσματικότητα, αν το πλέγμα των αντικινήτρων, που ακόμη λειτουργούν (αγορά εργασίας, γραφειοκρατία, πρακτικές περιορισμού του ανταγωνισμού κ.ο.κ.), παραμείνει στο απυρόβλητο. Αν δεν υπάρχει ευδιάκριτη και πείθουσα στρατηγική αναπτύξεως.


Αφορμή για τις ανωτέρω επισημάνσεις έχει δώσει η συχνά προβαλλόμενη διά του τύπου κατάρτιση νέου αναπτυξιακού νόμου, που διορθώνει τα κακώς κείμενα και προσφέρει νέα ώθηση στην επενδυτική ροπή. Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό ο νέος νόμος αποκολλάται από τα σταθερά, διαχρονικώς ακατάλυτα, αντιαναπτυξιακά χαρακτηριστικά των προηγούμενων νόμων. Ούτε έχει σημασία για τους σκοπούς του παρόντος σημειώματος. Αυτό που με απασχολεί, από συγκεκριμένης, επικαιροτάτης κλαδικής απόψεως, και το αναφέρω ως παράδειγμα, είναι αν πράγματι η τόση συζήτηση περί του καταρτιζομένου νόμου σηματοδοτεί και συγκεκριμένη προτεραιότητα. Κατά πόσο δηλαδή θεωρείται ότι το πρόβλημα της τουριστικής καθιζήσεως που βιώνει τρεχόντως η χώρα μας θα λυθεί με αύξηση της προσφοράς καταλυμάτων, που είναι και ο κύριος δέκτης των τουριστικών ενισχύσεων από τέτοιους νόμους.


Τα υπάρχοντα καταλύματα επαρκούν για την ικανοποίηση ζητήσεως καταλυμάτων αυξημένης κατά 30% με μέση διανυκτέρευση 10 ημερών. Είναι χρήσιμο και κρίσιμο για την επαναφορά, την εφικτή επαναφορά, του τουρισμού στην επιθυμητή τάση που την καθιστά κύριο προαγωγικό της αναπτύξεως της οικονομίας παράγοντα να διευκρινιστεί ποια πολιτική έχει τρεχόντως απόλυτη προτεραιότητα, και προς την κατεύθυνση αυτή να διατεθούν οι ανθρώπινες δυνάμεις και οι υλικοί πόροι. Είναι δε κρίσιμο αυτό διότι πιθανολογείται ότι ο κυοφορούμενος νόμος, στα πολύ ουσιαστικά του μέρη, δεν πρόκειται να αποστεί της καταστροφικής πεπατημένης· δηλαδή της διοχετεύσεως του κύριου όγκου των πόρων που προορίζονται για ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητος στον ακόρεστο παιδοφάγο Κρόνο, σε κλάδους που δεν έχουν πια καμία τύχη. H τουριστική οικονομία έχει τη δυνατότητα από απόψεως προσφοράς να αναπτύσσεται ετησίως με ρυθμό 10% επί 3-4 έτη χωρίς νέες επενδύσεις σε καταλύματα. Για να αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα χρειάζεται προσέλκυση ζητήσεως και αναβάθμιση της υπάρχουσας τουριστικής υποδομής και όχι συσσώρευση αργούσας δυναμικότητας με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε σπατάλη και διαφυγή αναπτύξεως.


Από το άλλο μέρος, πιστεύουν, τω όντι, οι καταρτίζοντες τον σχετικό νόμο ότι το κριτήριο «ένταση κεφαλαίου» είναι ενδεδειγμένο; Το κριτήριο σε μια σώφρονα πολιτική αναπτύξεως πρέπει να είναι η ενίσχυση των κλάδων που μπορούν να λειτουργούν ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά. Το ποια τεχνολογία θα εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση αφορά τον συγκεκριμένο κλάδο, τη συγκεκριμένη επιχείρηση και μόνον. H επιχείρηση θα επιλέξει την αρμόζουσα στην περίπτωσή της τεχνολογία, διότι αυτό επιτάσσει το συμφέρον της. Αν η επιχείρηση δεν γνωρίζει το συμφέρον της, τότε δεν υπάρχει θέμα συζητήσεως. Ο αναπτυξιακός νόμος δεν είναι νοητό σε καμιά περίπτωση να διολισθήσει περαιτέρω και να αναδειχθεί σε ένα είδος σταλινικού πατερούλη.


Ο κ. Παναγιώτης Γ. Παυλόπουλος είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών, τέως υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.