Κάποιοι αναγνώστες του προηγούμενου άρθρου μου με τον ίδιο τίτλο ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν τι συνέβη με τους δημόσιους υπαλλήλους που απολύθηκαν λόγω των μεταρρυθμίσεων και πώς έγινε εφικτό να μη δημιουργηθεί μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Κάποιοι άλλοι ζήτησαν να μάθουν για το εύρος και την επιτυχία των ιδιωτικοποιήσεων που υιοθετήθηκαν. Και ακόμη κάποιοι άλλοι μου ζήτησαν λεπτομέρειες για τις μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στη φορολογία, στην παιδεία και σε άλλους σημαντικούς τομείς της δραστηριότητας του Δημοσίου στη Νέα Ζηλανδία. Σε αρκετούς οι οποίοι διαβάζουν αγγλικά απέστειλα ήδη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Maurice Ρ. McTigue. Το ίδιο θα ήμουν ευχαρίστως διατεθειμένος να κάνω και για όσους αναγνώστες μού το ζητήσουν στη διεύθυνση bitros@aueb.gr. Για όλους τους άλλους ελπίζω να καλυφθούν με όσα σχετικά θα παραθέσω πιο κάτω, καθώς και στα επόμενα άρθρα μου επί του ιδίου θέματος.


Αναφορικά με την τύχη των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν ο κ. McTigue γράφει τα ακόλουθα. Αυτό που έκαναν, π.χ., οι υπάλληλοι του υπουργείου Δημοσίων Εργων ήταν κατά κύριο λόγο κατασκευαστικές και μηχανολογικές εργασίες. Δηλαδή, δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να εκτελούνται χωρίς τη μεσολάβηση της κυβέρνησης. Σε όσους λοιπόν ισχυρίζονταν ότι με τις μεταρρυθμίσεις η κυβέρνηση σκότωνε όλες αυτές τις θέσεις εργασίας, ο ίδιος απαντούσε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αληθές. Και τούτο γιατί μπορεί μεν η κυβέρνηση να σταματούσε να απασχολεί υπαλλήλους σε αυτές τις θέσεις, αλλά η ανάγκη τους δεν εξαφανιζόταν. Γι’ αυτό, διευκρινίζει, όταν επισκέφθηκε κάποιους δασεργάτες, οι οποίοι μερικούς μήνες νωρίτερα είχαν χάσει τις θέσεις τους στο Δημόσιο, ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Του είπαν ότι κέρδιζαν τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ’ όσα κέρδιζαν ως δημόσιοι υπάλληλοι και επιπλέον τους φαινόταν εκπληκτικό ότι μπορούσαν να εκτελέσουν 60% περισσότερο έργο από αυτό που συνήθιζαν να κάνουν στο Δημόσιο.


Δεδομένου ότι η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας έκανε πράγματα τα οποία δεν ανήκαν στην αρμοδιότητά της, η επιστροφή στον εξορθολογισμό είχε καταστεί αναγκαία. Γι’ αυτό πώλησαν όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς στις τηλεπικοινωνίες, στις αερομεταφορές, στην άρδευση, στις ασφάλειες, στις τράπεζες, στους σιδηροδρόμους κτλ. Γενικά μας διαβεβαιώνει, όταν πωλούσαν μια δημόσια επιχείρηση η παραγωγικότητά της αυξανόταν και το κόστος των υπηρεσιών της μειωνόταν, με αποτέλεσμα οι ιδιωτικοποιήσεις να οδηγήσουν σε μεγάλα οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία. Επιπλέον όσες δημόσιες υπηρεσίες δεν μπορούσαν να ιδιωτικοποιηθούν αποφασίστηκε να λειτουργούν ως κερδοσκοπικές δραστηριότητες του Δημοσίου, υπαγόμενες στο ίδιο καθεστώς φορολογίας με τις ιδιωτικές. Για παράδειγμα αναφέρει την υπηρεσία εναέριας κυκλοφορίας. Αυτή ανεξαρτητοποιήθηκε από το Δημόσιο και έγινε μια εταιρεία η οποία έπρεπε να αποφέρει ένα αξιοπρεπές ποσοστό απόδοσης στα χρησιμοποιούμενα κεφάλαια και μάλιστα χωρίς να προσδοκά ότι θα ελάμβανε οποιεσδήποτε χρηματοδοτήσεις από το Δημόσιο. Σε αυτό το καθεστώς υπήχθησαν περί τις 35 δημόσιες υπηρεσίες και, όπως ήταν φυσικό, τα ελλείμματα που δημιουργούσαν στον προϋπολογισμό εξαφανίστηκαν.


Με βάση τον αριθμό των δημοσίων υπάλλήλων, γράφει ο κ. McTigue, οι μεταρρυθμίσεις μείωσαν το μέγεθος του Δημοσίου κατά 66%. Το μερίδιο του κράτους στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μειώθηκε από 44% σε 27%. Πραγματοποιούσαν πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και η πολιτική τους ήταν να τα χρησιμοποιούν αφενός για την αποπληρωμή δημοσίου χρέους και αφετέρου για τη μείωση της φορολογίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα δημόσια έσοδα αυξήθηκαν κατά 20% και το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 63% σε 17%!!!


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.