Χάρη στη δημοσιότητα που δόθηκε στα κατορθώματα της Ιρλανδίας στον οικονομικό τομέα, πολλοί συμπατριώτες μας άρχισαν να ρωτούν και να μαθαίνουν λεπτομέρειες για το «ιρλανδικό θαύμα». Αλλά, εκτός από το συγκεκριμένο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, υπάρχει και ένα άλλο το οποίο είναι ακόμη πιο ρηξικέλευθο. Οχι τόσο γιατί οδηγεί σε ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, αλλά γιατί, πρώτον, διαμορφώθηκε μέσα από μεταρρυθμίσεις τις οποίες οι πολίτες θεωρούσαν αδύνατο να εφαρμοστούν και να αποδώσουν και, δεύτερο, γιατί δεν στηρίχθηκε καθόλου σε επιδοτήσεις από το εξωτερικό. Αυτό το μοντέλο εφαρμόστηκε στη Νέα Ζηλανδία με εξίσου εκπληκτικά αποτελέσματα, ώστε θα είναι χρήσιμο οι αναγνώστες της στήλης να γνωρίζουν. Για τον σκοπό αυτόν, σε προσεχή άρθρα μου, θα παρουσιάσω ένα σύντομο ιστορικό από κείμενο πρόσφατης ομιλίας του κ. Maurice Ρ. McTigue, ο οποίος υπηρέτησε ως υπουργός σε πολλά κρίσιμα υπουργεία της χώρας του τις δύο τελευταίες δεκαετίες.


Οταν εξελέγη η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας το 1984, γράφει, διαπίστωσε αμέσως τρία προβλήματα. Αυτά ήταν: οι υψηλές δημόσιες δαπάνες, οι υψηλοί φόροι και ο μεγάλος δημόσιος τομέας (σημείωση δική μου: δηλαδή ό,τι έχουμε και εμείς σήμερα). Ετσι το ερώτημα ήταν πώς να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες και οι φόροι και πώς να μικρύνει το μέγεθος του δημοσίου τομέα. H απάντηση βρέθηκε σε μια πολύ απλή αρχή. Αυτή ήταν ότι για κάθε δολάριο που δαπανιόταν από τον δημόσιο προϋπολογισμό έπρεπε να προκύπτει συγκεκριμένο και μετρήσιμο όφελος. Γι’ αυτό αποφασίστηκαν τέσσερις τομές.


H πρώτη ήταν ότι οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ) δεν θα ελάμβαναν πλέον χρήματα όπως στο παρελθόν. Αντιθέτως η κυβέρνηση θα υπέγραφε ένα συμβόλαιο με τις διοικήσεις τους, στο οποίο θα περιγραφόταν με σαφήνεια τι ακριβώς αναμενόταν από αυτές υπό μορφή απόδοσης. H δεύτερη τομή ήταν ότι οι διοικήσεις των ΔΕΚΟ έπαυσαν να ανατίθενται στους αποτυχόντες βουλευτές και στα στελέχη του κόμματος, και ανατέθηκαν ύστερα από διεθνή έρευνα σε στελέχη με αποδεδειγμένα επιτυχημένες σταδιοδρομίες στη διοίκηση επιχειρήσεων. H τρίτη τομή ήταν ότι στις διοικήσεις των ΔΕΚΟ χορηγήθηκαν πενταετή συμβόλαια, τα οποία μπορούσαν να ανανεωθούν για μία ακόμη τριετία. Και, τέλος, η τέταρτη τομή ήταν ότι ο μόνος λόγος για απόλυση ήταν η μη ικανοποιητική εκπλήρωση των όρων του συμβολαίου.


Κατά τη διαδικασία της υπογραφής των συμβολαίων, συνεχίζει, άρχισαν να κάνουν μερικές θεμελιώδεις ερωτήσεις. H πρώτη ήταν «ποιο είναι το έργο που επιτελεί η ΔΕΚΟ;». H δεύτερη ήταν «ποιο έργο θα έπρεπε να επιτελεί;». Οπότε βάσει των απαντήσεων η κυβέρνηση απαιτούσε «να σταματήσουν τις δραστηριότητες που δεν έπρεπε να κάνουν». Με άλλα λόγια, οι εντολές της κυβέρνησης ήταν να σταματήσουν οι ΔΕΚΟ να κάνουν πράγματα για τα οποία δεν ευθυνόταν το Δημόσιο. Κατόπιν, λέγει, ρωτούσαν την τελική ερώτηση «ποιος πρέπει να πληρώνει για την υπηρεσίες των ΔΕΚΟ, ο φορολογούμενος, ο χρήστης, ή η βιομηχανία;». Εκαναν αυτή την ερώτηση γιατί οι φορολογούμενοι σε πλείστες όσες περιπτώσεις επιδοτούσαν υπηρεσίες που δεν τους ανταπέδιδαν κανένα όφελος. Και είναι γνωστό ότι, αν δεν επιβαρύνονται αυτοί που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες, τότε προάγεται η υπερβολική χρήση και απαξιώνεται η συμβολή της προσφοράς εκείνων που πληρώνουν τις επιδοτήσεις.


Οταν άρχισε αυτή τη διαδικασία, πληροφορεί, το υπουργείο Μεταφορών είχε 5.600 υπαλλήλους. Οταν τελείωσε είχε 53. Οταν άρχισε, η Υπηρεσία Δασών είχε 17.000 υπαλλήλους. Οταν τελείωσε είχε 17. Οταν εφαρμόστηκε στο υπουργείο Δημόσιων Εργων επί δικής του υπουργίας οι υπάλληλοι έφταναν τους 28.000. Οταν έφυγε από το υπουργείο, ήταν ο μόνος που είχε απομείνει.


Αν τα ανωτέρω, φίλοι αναγνώστες, σας φαίνονται εκπληκτικά, κρατήστε το ενδιαφέρον για αυτά που έρχονται…


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.