Κατά τη συζήτηση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών της περασμένης Τετάρτης, ο Πρωθυπουργός κ. K. Καραμανλής πιέστηκε επανειλημμένα να διευκρινίσει τα μέτρα που έχει πάρει ή που προτίθεται να πάρει η κυβέρνησή του προκειμένου να τιθασευθεί η ακρίβεια που πλήττει κυρίως τα μεγάλα λαϊκά στρώματα. Από τις απαντήσεις του προέκυψε ότι το πλέγμα των δράσεων μέσω των οποίων επιδιώκεται η περιστολή της ακρίβειας περιλαμβάνει σε πρώτη φάση:


α) τη δραστηριοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών,


β) την κινητοποίηση των καταναλωτών, και


γ) την ενεργοποίηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ενώ σε δεύτερη φάση ετοιμάζονται δύο κυβερνητικές πρωτοβουλίες στους τομείς της φορολογίας των επιχειρήσεων και των κινήτρων για την ανάπτυξη. Ετσι το ερώτημα που φυσιολογικά πρέπει να δημιουργήθηκε στο μυαλό των εκατομμυρίων συμπολιτών μας που παρακολούθησαν τη συζήτηση είναι αν μπορούμε να περιμένουμε κάποια απτά αποτελέσματα σε εύλογο χρονικό διάστημα. H άποψή μου είναι, πρώτον, ότι τα μέτρα (α)-(γ) είναι, στην καλύτερη περίπτωση, βραδείας απόδοσης και, δεύτερον, ότι με τα νομοσχέδια που ετοιμάζονται ο πληθωρισμός μπορεί να χειροτερεύσει προτού αρχίσει να αποκλιμακώνεται. Ας δούμε την ανάλυση την οποία επικαλούμαι.


Εστω πρώτα η περίπτωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, στην οποία τόσα πολλά φαίνεται να βασίζει η κυβέρνηση. Ακόμη και αν ήταν ήδη άρτια στελεχωμένη, οι αποφάσεις για τα περισσότερα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της απαιτούν πολύ χρόνο. Οι υποθέσεις που εισάγονται περνούν πρώτα από το στάδιο της μελέτης και της ανάλυσης. Στη συνέχεια συζητούνται σε επί μέρους επιτροπές ή και στην ολομέλεια, και κατόπιν οι ενδιαφερόμενοι έχουν στη διάθεσή τους σημαντικά ένδικα μέσα τα οποία μπορούν να ασκήσουν προτού οι αποφάσεις τελεσιδικήσουν. Αναγκαστικά επομένως τα αποτελέσματα αργούν να εμφανιστούν. Εξάλλου μεγάλοι κλάδοι της οικονομίας, όπως είναι για παράδειγμα το τραπεζικό σύστημα, η ακτοπλοΐα και πλείστα κλειστά επαγγέλματα, βρίσκονται ρητά ή άρρητα έξω από όρια των αρμοδιοτήτων της. Ούτε μπορούμε να προσδοκούμε σύντομα αποτελέσματα από τους άμεσους ελέγχους επί των τιμών και την καλύτερη οργάνωση και ενημέρωση των καταναλωτών. Και τούτο γιατί οι μεν έλεγχοι των τιμών οδηγούν σε ελλείψεις στις αγορές (βλέπε π.χ. φάρμακα), η δε ενεργότερη συμμετοχή των καταναλωτών στη μάχη κατά της ακρίβειας απαιτεί προηγουμένως την καλλιέργεια της αναγκαίας νοοτροπίας, η οποία παίρνει δεκαετίες για να διαμορφωθεί. Συνεπώς, ενώ οι πρωτοβουλίες που έλαβε η κυβέρνηση μπορεί τελικά να αποδώσουν ευνοϊκά αποτελέσματα, αυτά μάλλον θα προκύψουν σε χρόνο που ξεπερνάει τον πολιτικό της ορίζοντα.


Τέλος ας έλθουμε στα δύο νομοσχέδια που ετοιμάζονται για τη φορολογία και την ανάπτυξη. Αυτά πιθανώς θα επιταχύνουν τις επενδύσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας. Οπότε οι προσδοκίες ότι θα επιδράσουν κατασταλτικά στον ρυθμό του πληθωρισμού είναι εύλογες. Πλην όμως, εκτός του ότι τα αποτελέσματά τους θα εμφανιστούν με σημαντική υστέρηση, αν θα προκύψουν εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα καλυφθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα στα οποία θα οδηγήσουν. Και τούτο γιατί η κυβέρνηση είναι ενδεχόμενο να αναγκαστεί να αυξήσει τη φορολογία επί του κεφαλαίου με άλλους τρόπους.


Συμπερασματικά, τίποτε πλέον δεν μπορεί να διατηρήσει και να επιταχύνει την αναπτυξιακή διαδικασία εκτός από μια βαθιά τομή στις δημόσιες δαπάνες, στις ΔΕΚΟ και στα κλειστά επαγγέλματα. Γι’ αυτό όσο αναβάλλουμε τις αναγκαίες ρήξεις σε αυτά τα μέτωπα, τόσο η ακρίβεια θα επιμένει και η οικονομία μας θα χάνει έδαφος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και διεθνώς.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.