Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η Ελλάδα την τελευταία τριετία 2001-2004 πλησίασε το μέσο βιοτικό επίπεδο της Ευρώπης κατά οκτώ μονάδες φτάνοντας στο 75% περίπου στην Ενωση των 15. Ετσι ξεθώριασαν ακόμη και τα πιο σκληρά και προκατειλημμένα επιχειρήματα ότι η οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε ως τώρα περιοριζόταν τάχα μόνο στην ονομαστική σύγκλιση προς την ΟΝΕ και δεν έδινε σημασία στην πραγματική κατάσταση και βελτίωση των εισοδημάτων. H ταχεία αυτή σύγκλιση σε σύγκριση όχι μόνο με την προηγούμενη περίοδο αλλά και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες δημιουργεί μια παρακαταθήκη για τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής με στόχο την παραπέρα βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα.


Κλειδί σε αυτή τη στρατηγική είναι φυσικά η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ως η κορυφαία προτεραιότητα της οικονομίας, γύρω από την οποία θα υφανθούν και οι άλλες πολιτικές για την απασχόληση, το κοινωνικό κράτος και τις διαρθρωτικές αλλαγές. Είναι βέβαιον ότι η ανάπτυξη από μόνη της δεν αποτελεί πανάκεια για όλα τα θέματα. H ανισότητα στα εισοδήματα, η μονομερής πρόοδος ορισμένων περιφερειών και η ανταγωνιστική πίεση που δέχονται οι πιο παραδοσιακοί τομείς της παραγωγής όχι μόνο δεν λύνονται αυτόματα από την υψηλή ανάπτυξη αλλά καμιά φορά χειροτερεύουν εξαιτίας της γιατί συχνά ένα έντονο κύμα ανάπτυξης εκδηλώνεται από ισχυρές περιφέρειες και δυναμικούς κλάδους που αντιλαμβάνονται και αξιοποιούν ταχύτερα τις νέες δυνατότητες. Γι’ αυτό χρειάζεται μια εντατική πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση πολυσθενούς οικονομικής πολιτικής που διαχέει την ανάπτυξη τοπικά, κλαδικά και εισοδηματικά και δεν αφήνει να δημιουργηθούν μόνιμοι θύλακοι υστέρησης και μαρασμού.


Την ίδια στιγμή όμως καμία από τις πολιτικές κοινωνικής συνοχής, ανακατανομής εισοδημάτων και περιφερειακής εξισορρόπησης δεν μπορεί να στεριώσει αν πρώτα δεν διασφαλιστούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. Ο λόγος είναι πολύ απλός: όταν η ανάπτυξη απειλείται, τα πιο δυναμικά τμήματα της οικονομίας είναι συνήθως πιο ευέλικτα και πιο προετοιμασμένα να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους. Ετσι η συρρίκνωση της οικονομικής ανάπτυξης όχι μόνο δεν βελτιώνει τη συμμετρική συμμετοχή της κοινωνίας αλλά οξύνει τις αντιθέσεις και τις ανισότητες.


H οικονομική ανάπτυξη κάνει επίσης τις διαρθρωτικές αλλαγές πιο γρήγορες και συναινετικές γιατί όλοι προσδοκούν ότι θα συμμετέχουν στις νέες δυνατότητες και στα βελτιωμένα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν. Αντίθετα, αν οι διαρθρωτικές αλλαγές επιχειρούνται σε κλίμα ύφεσης, οι μισθωτοί και οι μικρές παραδοσιακές επιχειρήσεις επιμερίζονται μεγάλο βάρος της προσαρμογής και αυτό επιτείνει ακόμη περισσότερο την υστέρηση και την απόκλιση.


Ισως η προηγούμενη οικονομική πολιτική, στην προσπάθειά της να διασώσει την ισχυρή ανάπτυξη μέσα σε αντίξοες διεθνείς συνθήκες, να καθυστέρησε στην εφαρμογή ενός πολυσθενούς προγράμματος συνοχής και συμμετοχής, το οποίο τελικά τέθηκε σε κίνηση προς το τέλος του 2003. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι «ρίχνοντας» σήμερα τον στόχο της ανάπτυξης σε επίπεδα που δεν υπερβαίνουν αισθητά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα γίνουν από τη ΝΔ πιο αποτελεσματικές οι πολιτικές συνοχής.


Κάθε άλλο μάλιστα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να επικρατήσει ένα γενικευμένο αίσθημα «υποστολής» στους στόχους της οικονομικής πολιτικής και αυτό δεν θα θεραπεύσει αλλά θα οξύνει τα προβλήματα ανισοτήτων και υποαπασχόλησης και θα ματαιώσει τη σύγκλιση με τα άλλα κράτη της Ενωσης.


Πώς όμως θα γίνει πρώτη προτεραιότητα η σύγκλιση και η ανάπτυξη; Πρώτα και κύρια με την εγκατάλειψη της καλλιεργούμενης απαισιοδοξίας ότι μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες η ανάπτυξη, τα ακίνητα, οι αγορές και ο τουρισμός θα κάνουν «βουτιά». Αν θέλουμε μπορεί να συμβεί ακριβώς το αντίθετο: ο τουρισμός π.χ. έχει κάθε προοπτική να επεκταθεί πολύ περισσότερο μετά το 2005 αξιοποιώντας τις υπερσύγχρονες και καλαίσθητες υποδομές που δημιουργήθηκαν στις μεταφορές, στον πολιτισμό και στον αθλητισμό, πράγμα που ίσως δεν γίνει επαρκώς την εφετινή χρονιά μέσα στο ψυχωτικό περιβάλλον ανασφάλειας που έχουν δημιουργήσει ορισμένα διεθνή μέσα και άστοχες γηγενείς δηλώσεις.


H χρηματοδότηση δημοσίων υποδομών κάθε άλλο παρά θα ανακοπεί μετά το 2004. Ισα ίσα μάλιστα θα αυξηθεί, αν τηρηθούν σωστά τα χρονοδιαγράμματα του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, και ο λόγος είναι πολύ απλός: σήμερα όταν ένα ολυμπιακό έργο στοιχίζει 100 εκατ. ευρώ, αυτά χορηγούνται εξ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς καμία ευρωπαϊκή συνδρομή. Αύριο όμως αυτά τα 100 εκατ. ευρώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως «ελληνική συνεισφορά» για να πάρουμε ένα έργο του ΚΠΣ που στοιχίζει 150 εκατ. ευρώ και τα 50 επιπλέον εκατ. ευρώ τα χορηγεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Συνδυασμοί με ιδιωτική συγχρηματοδότηση μπορεί να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τις επενδύσεις και να ωθήσουν ισχυρά την ανάπτυξη. Αρκεί βέβαια να το θέλουμε αντί να ξοδεύουμε τον καιρό μας σε σοφιστείες και να αναζητούμε βολικά καταφύγια στη φιλολογία της δήθεν καμένης γης.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.