Σε όλους τους επαΐοντες αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι βασικές αγορές στη χώρα μας χαρακτηρίζονται από σοβαρές στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα να δίδουν ρυθμούς πληθωρισμού και ποσοστά ανεργίας υψηλότερα από τις ίδιες αγορές σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από τις στρεβλώσεις αυτές κάποιες πηγάζουν από τις αγκυλώσεις που παρατηρούνται στις επί μέρους αγορές ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας. Για παράδειγμα, οι πολυάριθμες ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας, μέσω των οποίων περιορίζεται η ευελιξία των επιχειρήσεων να προσαρμόζουν ταχύτατα τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν στη συγκυρία που αντιμετωπίζουν στην πλευρά της ζήτησης, σε τελευταία ανάλυση, καταλήγει εις βάρος των εργαζομένων γιατί οι επιχειρήσεις καθίστανται επιφυλακτικές και αποφεύγουν τις μονιμότερες προσλήψεις. Κάποιες άλλες στρεβλώσεις διατηρούνται γιατί, παρά τη συνεχιζόμενη ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια οικονομία, εξακολουθούν να ισχύουν ρυθμίσεις της κλειστής οικονομίας. Ενα παράδειγμα σε αυτήν την κατηγορία αποτελούν τα κλειστά επαγγέλματα τα οποία, ως εάν να μη συμβαίνουν οι τεράστιες αλλαγές στη διεθνή οικονομία, συνεχίζουν να αποδίδουν εισοδήματα τα οποία δεν δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στο εθνικό προϊόν. Τέλος, αλλά όχι τελευταία, μεγάλη πηγή στρεβλώσεων αποτελούν οι ατελείς νόμοι που νομοθετούνται και η αποσάθρωση των δημόσιων υπηρεσιών που καλούνται εκάστοτε να τους εφαρμόσουν. Προς επιβεβαίωση σήμερα θα αναφερθώ στο επίκαιρο παράδειγμα του νόμου ο οποίος ρυθμίζει την αγορά των πετρελαιοειδών.


Στις 25/9/2002 η τότε κυβέρνηση εισήγαγε στη Βουλή – και ψηφίστηκε – τον Νόμο 3054. Οπως αναφέρεται στο προοίμιο, σκοπός του νόμου ήταν να ορίσει τις αρχές που διέπουν την πετρελαϊκή πολιτική της χώρας και να ρυθμίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησης επιχειρηματικότητας στις αγορές της διύλισης, εμπορίας, μεταφοράς και αποθήκευσης αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών προϊόντων. Ο νόμος άρχισε πράγματι να ισχύει από την 1/1/2003. Αλλά πολύ σύντομα διαπιστώθηκε από τους παράγοντες των σχετικών αγορών ότι χαρακτηριζόταν από σοβαρές ατέλειες οι οποίες καθιστούσαν προβληματική την εφαρμογή του στην πράξη. Ο λόγος είναι ότι σημαντικά θέματα τα οποία έπρεπε να ρυθμίζονται από τον ίδιο τον νόμο, ώστε να τον καθιστούν λειτουργικό και εφαρμόσιμο, αφέθηκαν να ρυθμιστούν προσεχώς με άλλους νόμους και υπουργικές αποφάσεις. Πιο συγκεκριμένα, κατά μία καταμέτρηση, όχι ολιγότερες από 36 απαραίτητες ρυθμίσεις παρέμειναν σε εκκρεμότητα.


Προκειμένου να αρχίσουν να φαίνονται τα αποτελέσματα της νέας πετρελαϊκής πολιτικής, οι παράγοντες των σχετικών αγορών ήταν εύλογο να περιμένουν τη ρύθμιση των συγκεκριμένων εκκρεμοτήτων. Πλην όμως οι μήνες περνούσαν και η αβεβαιότητα περί την φύση των πιθανών ρυθμίσεων μεγάλωνε. Ετσι, φτάσαμε πρόσφατα να πληροφορηθούμε από συνέντευξη του υφυπουργού κ. Σαλαγκούδη σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι, από τις 36 υπουργικές αποφάσεις που προβλέπονται, έχουν υπογραφεί μόνον οι 6. Κατόπιν τούτου, αν οι αγορές των πετρελαιοειδών δεν λειτουργούν όπως αναμενόταν από τους εμπνευστές του Νόμου 3054, η αποτυχία τους δεν είναι εγγενής, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι πάσης προελεύσεως προστάτες του κρατισμού, αλλά κατασκευασμένη από τους πολιτικούς και τους δημόσιους λειτουργούς, οι οποίοι με πράξεις και παραλείψεις αδράνησαν να ρυθμίσουν έγκαιρα τις εκκρεμότητες.


Συμπερασματικά, οι πιο σοβαρές αποτυχίες στις αγορές των πετρελαιοειδών, και όχι μόνο, οφείλονται αφενός στην αβελτηρία της πολιτικής ηγεσίας του τόπου να προχωρήσει έγκαιρα στις αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις και αφετέρου στους αναποτελεσματικούς μηχανισμούς του Δημοσίου να πατάξουν τη νοθεία και τη λαθρεμπορία.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.