H ευρωπαϊκή διεύρυνση η οποία έλαβε χώρα την 1η Μαΐου 2004 είναι ένα εξαιρετικό, από γεωπολιτικής άποψης, επίτευγμα και σίγουρα το πιο σημαντικό της Ευρώπης ως σήμερα. Σύμφωνα με το λεξιλόγιο των επιχειρήσεων πρόκειται να «συγχωνεύσουμε» τα 15 σημερινά κράτη-μέλη με τις δέκα χώρες που βρίσκονται προς ανατολάς και προς νότον. H διεύρυνση αυτή θα φέρει τεράστια οφέλη από πολιτικής αλλά και από οικονομικής άποψης.


Τρία στοιχεία σχετικά με τη διεύρυνση είναι αρκετά για να αξιολογηθούν οι προκλήσεις: θα προστεθούν 20% περισσότερα άτομα, θα υπάρχουν κατά δύο τρίτα περισσότερα κράτη-μέλη και το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5%. H διεύρυνση συνεπάγεται ενσωμάτωση οικονομιών με πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και οικονομικές δομές και μάλιστα στο πλαίσιο μιας πλήρους μεταρρύθμισης των οικονομιών των εν λόγω χωρών. H πολυμορφία στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς αμφιβολία θα αυξηθεί: το μερίδιο του δημόσιου τομέα και της γεωργίας στις οικονομίες των νέων κρατών είναι κατά μέσον όρο σημαντικά υψηλότερο από αυτό των σημερινών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο βιομηχανικός τομέας αυτών των χωρών είναι γενικώς πιο ειδικευμένος στα πεδία υψηλής εντάσεως εργασίας απ’ ό,τι αυτός των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ως αποτέλεσμα, η δομή των νέων χωρών είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματική αυτής των σημερινών κρατών-μελών. Υπάρχουν, ωστόσο, ουσιαστικές διαφορές όσον αφορά θέματα όπως η τεχνολογία, η παραγωγικότητα και τα αποθέματα κεφαλαίου.


Επιπλέον, οι εισοδηματικές ανισότητες εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα αυξηθούν λόγω της διεύρυνσης. H μείωση βεβαίως των σημαντικών ανισοτήτων πλούτου και ανάπτυξης θα απαιτήσει σημαντικές προσπάθειες. Εδώ υπάρχει ένα ιστορικό χρέος αλληλεγγύης. Το ελληνικό παράδειγμα δείχνει σαφώς πόσο είναι απαραίτητη μία ευρωπαϊκή πολιτική αλληλεγγύης για να διασφαλισθεί ότι οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης επωφελούνται πλήρως από την ένταξή τους στην EE.


Αν λοιπόν οι αλλαγές είναι σημαντικές, το ίδιο ισχύει και για τα ενδεχόμενα οφέλη: αυτή η «φιλική συγχώνευση» θα δημιουργήσει μία αγορά άνω των 450 εκατομμυρίων καταναλωτών, τη μεγαλύτερη στον κόσμο – μεγαλύτερη και από αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών, του Μεξικού και του Καναδά μαζί -, που θα αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του παγκόσμιου εμπορίου και θα συμβάλλει κατά το ένα τέταρτο στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Υπάρχει, σαφώς, ένα τεράστιο δυναμικό στην αγορά αυτή και οι ελληνικές εταιρείες έχουν ήδη αρχίσει να το εκμεταλλεύονται.


Ας είμαστε ξεκάθαροι: την 1η Μαΐου δεν συνέβη η «μεγάλη έκρηξη». Κατά τα τελευταία 15 έτη έχουμε, πράγματι, ήδη επιτύχει ένα σημαντικά υψηλό επίπεδο αλληλεξάρτησης μεταξύ των οικονομιών μας. Το εμπόριο και οι επενδύσεις είναι οι δύο κύριοι μοχλοί της εν λόγω ολοκλήρωσης. Οσον αφορά το εμπόριο, η διεύρυνση έχει ήδη λάβει χώρα κατά τη δεκαετία του ’90: ανοίξαμε τις εμπορικές συναλλαγές όταν συνήψαμε τις ευρωπαϊκές συμφωνίες. Σήμερα, πάνω από το 95% των εμπορικών συναλλαγών με τα νέα κράτη-μέλη είναι ήδη ελεύθερο. Σήμερα το 70% των εμπορικών συναλλαγών των νέων κρατών γίνεται εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. H μαζική ροή επενδύσεων είναι η άλλη σημαντική κινητήρια δύναμη της οικονομικής ολοκλήρωσης: από το 1989 και μετά, δηλαδή από την έναρξη της διαδικασίας μεταρρύθμισης, τα μελλοντικά κράτη-μέλη προσήλκυσαν άνω των 150 δισ. ευρώ σε άμεσες ξένες επενδύσεις. Τα δύο τρίτα των καθαρών εισροών κεφαλαίου προς τα νέα μέλη προήλθε από τα σημερινά κράτη-μέλη. Ετσι, όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διεύρυνση θα οδηγήσει σε μεταφορά της παραγωγής από τις σημερινές χώρες της EE στα νέα κράτη-μέλη, πρέπει να τονισθεί ότι έχουμε ήδη περάσει από αυτό το στάδιο όσον αφορά το εμπόριο και τις επενδύσεις καθώς οι οικονομικοί φορείς είχαν ήδη προβλέψει τη διεύρυνση από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.


Αν υπάρχει κάτι για το οποίο τα ίδια τα νέα κράτη-μέλη θα πρέπει ήδη να αρχίσουν να ανησυχούν είναι το ενδεχόμενο μεταφοράς της παραγωγής από τις χώρες αυτές πιο ανατολικά, στη Ρωσία ή στην Ουκρανία, ή ακόμη στην Κίνα και στην Ινδία. Γεγονός που αποδεικνύει ότι ο αυξανόμενος εξωτερικός ανταγωνισμός που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είτε αυτές είναι παλιές είτε νέες, οφείλεται λιγότερο στη διεύρυνση και περισσότερο στις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες που προκύπτουν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και από το επακόλουθο κύμα παγκοσμιοποίησης, το οποίο άνοιξε, από πολιτικής και οικονομικής άποψης, χώρες που ως τότε ήταν κλειστές. Παραμονές της διεύρυνσης το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: θα υπάρξουν μεγαλύτερες προκλήσεις, αλλά και μεγαλύτερες ευκαιρίες για όλους μας τις οποίες θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αν συνενώσουμε όλες τις προσπάθειές μας.


Ο κ. Πασκάλ Λαμί είναι επίτροπος Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.