Με εξαίρεση την Επιτροπή Ανταγωνισμού, οι άλλες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές οι οποίες ρυθμίζουν τον ανταγωνισμό σε μεγάλους επιμέρους κλάδους της οικονομίας δεν έχουν μεγάλη παράδοση. Για παράδειγμα, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EET&T), η οποία είναι η αρχαιότερη, λειτουργεί λίγο περισσότερο από μία δεκαετία. Ως εκ τούτου, τα θέματα της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών και των υπουργείων που τις εποπτεύουν, οι τριβές της σχέσης τους με τις ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις, καθώς και το υψηλό κόστος της λειτουργίας τους, είναι εύλογο να οδηγούν τις αρμόδιες πολιτικές αρχές στον πειρασμό να τις αδρανοποιήσουν ή και να τις καταργήσουν. Γι’ αυτό, χωρίς να έχω οποιεσδήποτε πληροφορίες ότι επικρατούν τέτοιες σκέψεις, η άποψη την οποία θέλω να διατυπώσω είναι ότι αυτό που προκύπτει από το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας ως δέσμευση για τη νέα κυβέρνηση είναι η ανάπτυξη των εν λόγω ανεξάρτητων αρχών ώστε να δυνηθούν να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τον ανταγωνισμό στους κλάδους τους. Ας δούμε τους λόγους που τη δικαιολογούν.


Σε άρθρο του που μόλις δημοσιεύθηκε στην ετήσια οικονομική επισκόπηση «Τάσεις», ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Γεώργιος Αλογοσκούφης μας πληροφορεί ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης βασίζεται σε τέσσερις άξονες. Κατά τη σειρά προτεραιότητας που τους αποδίδει, οι άξονες αυτοί είναι: α) η μείωση του δημόσιου χρέους, β) η διαρθρωτική πολιτική, με έμφαση στην ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές, γ) η επανίδρυση της δημόσιας διοίκησης και η αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους, και δ) η αναδιάρθρωση των κοινωνικών δαπανών υπέρ εκείνων που τις έχουν πραγματικά ανάγκη. Αφού λοιπόν η διαρθρωτική πολιτική, με έμφαση στην ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές, έχει τη δεύτερη υψηλότερη προτεραιότητα στο πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα μπορούσε να ρυθμιστεί ο ανταγωνισμός, ας πούμε στην ακτοπλοΐα, χωρίς την ενεργό παρουσία και παρέμβαση της Ρυθμιστικής Αρχής Θαλάσσιων Ενδομεταφορών (ΡΑΘΕ). H άποψή μου είναι ότι δεν θα μπορούσε για τους ακόλουθους λόγους:


Πρώτον, γιατί ο κλάδος των ακτοπλοϊκών γραμμών δεν είναι τεχνολογικά δυναμικός ώστε να χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμό δαπανών Ερευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α). Συνεπώς, αν δεν παρεμβάλλεται κάποια ρυθμιστική αρχή, το επιβατικό κοινό θα κινδυνεύει συνεχώς να έχει μεγάλες απώλειες υλικής ευημερίας από τις έμπρακτες και δυνητικές συμπαιγνίες μερικών ολιγοπωλιακών ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων.


Δεύτερον, γιατί η ρύθμιση του ανταγωνισμού στις ακτοπλοΐες είναι ρύθμιση με ένταση ειδικών γνώσεων και πληροφοριών για τις δυναμικές συνθήκες που αναπτύσσονται στις διάφορες επιμέρους γραμμές. Οπότε είναι αβάσιμο να ελπίζει κανείς ότι τον ίδιο ρόλο μπορεί να αναλάβει με αποτελεσματικότητα η Επιτροπή Ανταγωνισμού.


Τρίτον, γιατί οι υπηρεσίες του εποπτεύοντος υπουργείου πιθανώς δεν διαθέτουν την αναγκαία στελέχωση σε υψηλής εκπαίδευσης οικονομολόγους, νομικούς, κοστολόγους και άλλους ειδικούς οι οποίοι απαιτούνται για την εφαρμογή της ρυθμιστικής πολιτικής. Οπότε αποκλείεται να είναι σε θέση να κάνουν ακόμη και απλή παρακολούθηση της εφαρμογής των ρυθμίσεων.


Τέταρτον, τέλος, αλλά όχι τελευταίο, γιατί η ρύθμιση του ανταγωνισμού από το εποπτεύον υπουργείο θα δημιουργεί καχυποψίες μεταξύ των ρυθμιζομένων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να μειώνεται στις αγορές η αξιοπιστία της πολιτικής ηγεσίας και να διαιωνίζονται οι υπόνοιες για ευνοιοκρατικές ρυθμίσεις.


Συμπερασματικά, οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την επιτυχία των στόχων της κυβέρνησης στον άξονα του ανταγωνισμού, και γι’ αυτό πρέπει να αξιοποιηθούν.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.