H ενημέρωση της EE από την ελληνική κυβέρνηση για τον «πραγματικό» ρυθμό αναπτύξεως της οικονομίας το 2003 ήταν μεν επιβαλλόμενη ενέργεια, ωστόσο, απέχει πολύ από την αλήθεια. Το ΙΤΕΠ σε επανειλημμένες εκθέσεις του έχει αμφισβητήσει τις επίσημες εκτιμήσεις του ΑΕΠ από την αρμόδια κρατική υπηρεσία. H αμφισβήτηση εδράζεται στην ασυνέπεια που υπάρχει μεταξύ του ΑΕΠ, όπως αυτό προκύπτει από την εκτίμηση της ζητήσεως, και της εκτιμήσεως του ΑΕΠ, όπως αυτή συνάγεται από τις ενδείξεις των δεικτών παραγωγής.


Οταν οι διαφορές μεταξύ των εκτιμήσεων που προκύπτουν από τις δύο ανωτέρω μεθόδους είναι οριακές, οι σχετικές αποκλίσεις καταγράφονται ως στατιστικές διαφορές, ως ένδειξη του μεγέθους του στατιστικού σφάλματος. Οταν, όμως, οι διαφορές είναι μεγάλες και ιδιαιτέρως όταν οι δείκτες παραγωγής που συνδέονται άμεσα με συγκεκριμένη σύνθεση της ζητήσεως βρίσκονται σε κραυγαλέα ασυνέπεια προς ό,τι λογικώς θα ανέμενε κανείς με βάση τον ρυθμό μεταβολής συγκεκριμένου στοιχείου της ζητήσεως (π.χ. κατασκευές) εγείρονται σοβαρότατα ζητήματα αξιοπιστίας, τα οποία δεν είναι επιτρεπτόν να υποκρινόμεθα ότι δεν υπάρχουν ή, το ακόμη χειρότερο, να προσαρμόζουμε εκβιαστικά τα στοιχεία της παραγωγής προς εκείνα της ζητήσεως ακυρώνοντας αυθαιρέτως την αξιοπιστία των περιοδικών δεικτών παραγωγής.


Είναι αναγκαίο να επαναλάβουμε τις ενδείξεις που γεννούν τις αμφισβητήσεις και τον προβληματισμό.


* Γεν. Δείκτης Βιομηχ. Παρ. +1,4


* Αγροτικό Προϊόν -4,0


* Δείκτης Μη Μεταλλικών Ορυκτών +3,1


* Δείκτης Ξύλου και Φελλού -9,5


* Δείκτης Παραγωγής Κεφ. Αγαθών -3,9


Είναι, κατ’ αρχήν, αδύνατο μια οικονομία που αναπτύσσεται με ρυθμό 4,2%, όπως φαίνεται να δέχεται το υπουργείο, να εμφανίζει εικόνα στασιμότητος, επί το ορθότερον αρνητική, σε βασικούς τομείς υλικής παραγωγής, όπως είναι η βιομηχανία εν ευρεία εννοία και ο αγροτικός τομέας. Το επιχείρημα ότι η ανάπτυξη προέρχεται από τις κατασκευές και τις υπηρεσίες είναι ασθενέστατο, διότι: (α) οι δείκτες παραγωγής που συνδέονται με τις κατασκευές δεν συμφωνούν με αυτή την άποψη, (β) οι υπηρεσίες, καθ’ ότι τριτογενής παραγωγή, αναπτύσσονται αυτονόμως σε βαθμό που να συμβιβάζεται με όσο ισχυρίζεται η άποψη περί υψηλού ρυθμού αναπτύξεως, μόνον στην περίπτωση ταχείας εξαγωγής υπηρεσιών. Αυτό, όμως, το επιχείρημα ακυρώνεται από την κατά 8% μείωση της εισροής τουριστικού συναλλάγματος, που όπως έχει δειχθεί δημιουργεί αμέσως, εμμέσως και πολλαπλασιαστικώς το 20% του ΑΕΠ.


Πέραν, όμως, των ανωτέρω, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα εισήλθε από τον Οκτώβριο του 2003 σε τροχιά ταχείας πτώσεως, η οποία καθ’ όλες τις ενδείξεις θα είναι διαρκείας, ενώ η αρνητική εικόνα που εμφανίζει η παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών (-3,9%) δεν αποτελεί παράγοντα ενισχυτικό της έστω και προσωρινής απόψεως του υπουργείου.


Στη λογική που διατρέχει την ανωτέρω επιχειρηματολογία στηρίχθηκε η εμμονή του ΙΤΕΠ στη θέση ότι ο ρυθμός αναπτύξεως της οικονομίας είναι πολύ χαμηλότερος του 4,2%. Το αίνιγμα, όμως, επιτέλους λύθηκε και μάλιστα κατά τρόπο που ακυρώνει και τη δική μας εκτίμηση περί ρυθμού αναπτύξεως 2,5%. Τα δεδομένα του εμπορευματικού ισοζυγίου της ΕΣΥΕ για όλο το 2003, που δημοσιεύθηκαν την 1/4/2004, καθιστούν σχεδόν μηδενικό τον ρυθμό αναπτύξεως (!), αν υποτεθεί ότι η μεταβολή των αποθεμάτων ήταν μηδενική. Εκτιμούμε ότι έλαβε χώρα σημαντική αύξηση των αποθεμάτων, εν όψει της πολύ μεγάλης αυξήσεως των εισαγωγών, και με την παραδοχή αυτή καταλήγουμε σε εκτίμηση ρυθμού αναπτύξεως 1,5%.


H στασιμότητα της απασχολήσεως, αλλά και η πανταχόθεν πιστοποιουμένη πτώση της ανταγωνιστικότητας θα έπρεπε να είχε προβληματίσει τους ιθύνοντες σχετικά με την αξιοπιστία των μακροοικονομικών μεγεθών. H ανακρίβεια των εκτιμήσεων έχει εγείρει, δικαιολογημένες σε κάποιον βαθμό, συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, μη θεμελιούμενες σε αντικειμενικά δεδομένα. Εχει, επομένως, χρέος η κυβέρνηση να κινήσει τη διαδικασία αναθεωρήσεως του ρυθμού αναπτύξεως, να σταθμίσει ξανά τις δυνατότητες της οικονομίας και να επιφέρει τις αναγκαίες προσαρμογές στο οικονομικό της πρόγραμμα. Οι ανακριβείς αριθμοί για τα συμβαίνοντα στην οικονομία υποκινούν σε πολιτικές οι οποίες δεν είναι μόνον βλαπτικές για την οικονομία και την κοινωνία, αλλά και τη σωστή αξιολόγηση του έργου των εκάστοτε κυβερνώντων, με όλες τις εξ αυτής συνέπειες.


Ο κ. Παναγιώτης Γ. Παυλόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου πρόεδρος του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων.