Οι ελληνικές τράπεζες, σε διαφορετικό βαθμό η καθεμιά, είναι σήμερα αναμφισβήτητα πιο ανταγωνιστικές, πιο υγιείς, πιο διεθνοποιημένες. Παρουσιάζουν αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης εργασιών, ικανοποιητική κερδοφορία, διεθνοποιημένο μετοχολόγιο, προοπτική ισχυρής περιφερειακής παρουσίας. H σημερινή ελπιδοφόρα εικόνα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, στην απελευθέρωση των αγορών, στα χαμηλά επιτόκια και στις συνθήκες νομισματικής σταθερότητας που ακολούθησε την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ αλλά και στον σημαντικό βαθμό εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού των τραπεζών που συνοδεύτηκε από ένα κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών τα τελευταία χρόνια. Για πρώτη ίσως φορά στην πρόσφατη ιστορία μας ικανός αριθμός ελληνικών τραπεζών μοιράζονται το ίδιο όραμα: την ισχυρή περιφερειακή και διεθνή παρουσία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.


Οι προοπτικές για τα επόμενα χρόνια παραμένουν ικανοποιητικές, παρά τις προκλήσεις που υπάρχουν μπροστά μας: την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων, την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, την επίτευξη ικανοποιητικού μεγέθους, τον έλεγχο του κόστους, την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, την αποτελεσματική αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας, τα αναλογιστικά ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, τις δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, τη συνεχιζόμενη έντονη κρατική παρουσία, την ένταση του ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα.


H μελλοντική επιτυχία όμως του τραπεζικού συστήματος είναι συνυφασμένη με την ικανοποίηση τριών σημαντικών προϋποθέσεων: η Ελλάδα να συνεχίσει να απολαμβάνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να συνεχίσουν την πορεία σύγκλισης προς την Ευρωπαϊκή Ενωση με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και οι ελληνικές τράπεζες με ισχυρή θέση στην εγχώρια αγορά να ολοκληρώσουν με επιτυχία το όραμα της περιφερειακής παρουσίας τους.


H επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια είναι σημαντικός παράγοντας για την πορεία των τραπεζών. Ο βαθμός ανάπτυξης των τραπεζικών εργασιών και ωρίμανσης του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Για παράδειγμα, το ποσοστό χορηγήσεων προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) ανέρχεται στο 62% στην Ελλάδα έναντι 95% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ενώ το ποσοστό δανεισμού ιδιωτών προς το ΑΕΠ ανέρχεται σε 23% στην Ελλάδα έναντι 47% του μέσου όρου στην Ευρώπη.


Επιπλέον ο λόγος των ασφαλίστρων προς το ΑΕΠ ανέρχεται στο 2% στην Ελλάδα έναντι 7% στην Ευρώπη, ο λόγος των κεφαλαίων υπό διαχείριση προς το ΑΕΠ είναι μόλις στο 18% στην Ελλάδα έναντι 43% στην Ευρώπη, ενώ οι τράπεζες στην Ελλάδα πωλούν δύο προϊόντα περίπου ανά πελάτη έναντι 3-4 προϊόντων στην Ευρώπη. Αρα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης των χρηματοδοτήσεων με διψήφιο αριθμό αύξησης και των εσόδων από προμήθειες τα επόμενα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει την ισχυρή πορεία της.


Υποστηρίζεται τελευταία από περιορισμένο αριθμό αναλυτών μια απαισιόδοξη άποψη, δηλαδή ότι η ελληνική οικονομία θα ακολουθήσει σημαντική πτωτική πορεία μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν συμμερίζομαι αυτές τις αρνητικές εκτιμήσεις για μια σειρά λόγους, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν και στην Ελλάδα και στο διεθνές περιβάλλον. Πρώτον, τα οφέλη από τη διοργάνωση επιτυχημένων Ολυμπιακών Αγώνων είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας. Δεύτερον, η ροή κεφαλαίων από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης προς την Ελλάδα (γύρω στα 3,5 δισ. ευρώ ετησίως) θα μειωθεί σταδιακά μετά το 2006 αλλά όχι δραστικά. Τρίτον, η ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται ότι βελτιώνεται ύστερα από μακροχρόνια περίοδο στασιμότητας (55% του ελληνικού εμπορίου πραγματοποιείται προς και από την Ευρωπαϊκή Ενωση). Τέταρτον, τα τελευταία χρόνια έχει ήδη συντελεσθεί σημαντικός βαθμός αναδιάρθρωσης και διεθνοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό και το άνοιγμα των αγορών από ισχυρότερη θέση.


Αλλά ο σημαντικότερος παράγοντας για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είμαστε εμείς οι ίδιοι. H οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί, οι πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων που θα αναληφθούν, η στάση των πολιτών και των συλλογικών φορέων απέναντι στα μεγάλα προβλήματα θα καθορίσουν, ceteris paribus, την τελική πορεία μας. Κρατάμε σε μεγάλο βαθμό το μέλλον μας στα χέρια μας.


Οφείλουμε συλλογικά να αντιμετωπίσουμε τους παράγοντες που υπονομεύουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και αποθαρρύνουν ιδίως τις ξένες αλλά και τις εγχώριες επενδύσεις:


α) Τον ατελέσφορο, μεγάλο και διεφθαρμένο σε σημαντικό βαθμό δημόσιο τομέα.


β) Τον ατελέσφορο, μη παραγωγικό και δαπανηρό τρόπο άσκησης της κοινωνικής πολιτικής.


γ) Τον περιορισμένο βαθμό ιδιωτικοποιήσεων και τον γιγαντισμό του κράτους (8 από τις 12 μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στο XA ελέγχονται έμμεσα ή άμεσα από το κράτος).


δ) Τα διαρθρωτικά προβλήματα σε κοινωνική ασφάλιση, υγεία, παιδεία, αγορά εργασίας, γεωργία και φορολογία.


ε) Την αποθάρρυνση της επιχειρηματικότητας.


στ) Τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση κρατικού πατερναλισμού στον μέσο πολίτη: Ολοι περιμένουν από το κράτος και για όλα φταίει το κράτος.


Είναι φανερό ότι βαθμιαία ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος θα ωριμάσει και θα προσαρμοστεί στους ρυθμούς ανάπτυξης εργασιών και στα περιθώρια κέρδους που επικρατούν στην ευρωζώνη. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι πολύ σημαντικό να αναζητηθούν νέες ευκαιρίες, κυρίως στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου οι ελληνικές τράπεζες έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, ώστε να αντισταθμιστεί η βαθμιαία ωρίμανση της ελληνικής αγοράς. H σταδιακή μεταμόρφωση των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε οικονομικές αγορές δημιουργεί νέες ευκαιρίες στις ελληνικές τράπεζες και στις ελληνικές επιχειρήσεις γενικότερα να λειτουργήσουν π.χ. στα Βαλκάνια σε μια αγορά 60 εκατ. κατοίκων ή 130 εκατ. κατοίκων αν συμπεριλάβουμε και την Τουρκία.


Οι παραπάνω χώρες αναμένεται να έχουν τα επόμενα χρόνια πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα ξεπερνούν το 5% ετησίως και, παρά το χαμηλό επίπεδο προσωπικού εισοδήματος, προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες για τις ελληνικές τράπεζες για μια σειρά λόγους:


1. Το διμερές εμπόριο της Ελλάδας με τις βαλκανικές χώρες αυξάνεται ταχύτατα και η αποκατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία θα επιταχύνει αυτή την πορεία (π.χ., τα έσοδα από εξαγωγές της Ελλάδας προς τις βαλκανικές χώρες διπλασιάστηκαν σε δύο χρόνια).


2. Οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στην περιοχή είναι εντυπωσιακές και ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ τα τελευταία δέκα χρόνια τοποθετώντας την Ελλάδα σε μία από τις υψηλότερες θέσεις ανάμεσα στους ξένους επενδυτές.


3. Οι τραπεζικές εργασίες έχουν χαμηλό βαθμό ανάπτυξης, π.χ. ο λόγος δανείων προς το ΑΕΠ είναι λιγότερο από 20%, το 1/5 περίπου του μέσου όρου στην ευρωζώνη.


4. H προοπτική ένταξης των περισσότερων χωρών στην ευρωζώνη την επόμενη δεκαετία προσφέρει ένα πιο προβλέψιμο και σταθερό πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο σε σχέση με άλλες αναδυόμενες αγορές.


Οι ξένες τράπεζες έχουν σημαντική παρουσία στη Βαλκανική (ελέγχουν το 67% του συνόλου του ενεργητικού των τραπεζών) και οι ελληνικές έχουν επίσης καταλάβει σημαντική θέση ακολουθώντας ουσιαστικά τους πελάτες τους. Ελληνικές τράπεζες δραστηριοποιούνται σήμερα στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στη Σερβία, στην Αλβανία και στα Σκόπια. Το μερίδιο αγοράς των ελληνικών τραπεζών στις παραπάνω χώρες ανέρχεται (% επί του συνόλου του ενεργητικού) σε 18,7% στη Βουλγαρία, 33,5% στα Σκόπια, 10,1% στη Ρουμανία, 9,2% στην Αλβανία και 1,5% στη Σερβία. H πρόκληση για όλους μας να ενισχύσουμε την παρουσία μας είναι μεγάλη τα επόμενα χρόνια. Αλλά η ισχυρή παρουσία στην περιοχή από τις ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις προϋποθέτει ισχυρή, ανταγωνιστική και εξωστρεφή ελληνική οικονομία.


Οφείλουμε να χαράζουμε συλλογικά με τον μέγιστο βαθμό συναίνεσης μια μακροχρόνια στρατηγική ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου στην Ελλάδα στο νέο ανοιχτό, διεθνοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον. H Ελλάδα μπορεί και πρέπει να γίνει μια ανταγωνιστική εξαγωγική χώρα αγαθών και κυρίως υπηρεσιών με έντονη περιφερειακή παρουσία. H συζήτηση για δικαιότερη κατανομή του πλούτου θα καταστεί τότε ευκολότερη και ουσιαστικότερη. Θα πρέπει όλοι να πειστούμε ότι η μελλοντική ευημερία μας θα εξασφαλιστεί καλύτερα με την εφαρμογή οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών ανοιχτής αγοράς, με την ενθάρρυνση και την κοινωνική αποδοχή της επιχειρηματικότητας, με την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών, που καθυστερούν, με την εξωστρέφεια σε όλα τα επίπεδα, με την έμφαση στην παιδεία, την έρευνα και την ενθάρρυνση της καινοτομίας, με τη μείωση του ρόλου του κράτους στην οικονομική ζωή. Οι Ελληνες έχουμε διακριθεί σε ανοιχτές και ανταγωνιστικές αγορές με βασικό παράδειγμα τη ναυτιλία και το εμπόριο.


Εχουμε ως χώρα δυνατό επιχειρηματικό, επαγγελματικό και επιστημονικό ταλέντο εντός και εκτός της επικρατείας. Θα το αξιοποιήσουμε; Εχουμε δυνατότητα να επιδιώξουμε πολιτικές που οδηγούν στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και σε ηγετικό περιφερειακό ρόλο. Θα το κάνουμε; Αυτή είναι η κυριότερη αβεβαιότητα μπροστά μας.


Ο κ. Νικόλαος Καραμούζης είναι αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της EFG Eurobank Ergasias.