Με την ευκαιρία της εγκατάστασης της νέας πολιτικής ηγεσίας στο υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΘΟ), σήμερα επιθυμώ να επιστήσω την προσοχή σε ένα θέμα μεγίστης εθνικής σημασίας το οποίο έχει να κάνει με την παγκόσμια πρωτιά στη χώρα της θετικής συσχέτισης μεταξύ εκπαίδευσης και ανεργίας. Για τον σκοπό αυτόν θα αναφερθώ πρώτα στα δεδομένα, έτσι όπως τα συνόψισαν πρόσφατα οι μελετητές του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Εν συνεχεία θα ανιχνεύσω τους βασικούς λόγους που μπορεί να εξηγήσουν αυτό το παράδοξο. Και τέλος, στο τρίτο μέρος, θα περιγράψω μερικές προσεγγίσεις με τις οποίες θα μπορούσαμε, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να αναστρέψουμε βαθμιαία την προαναφερθείσα σχέση και να την ευθυγραμμίσουμε με τον ευρωπαϊκό κανόνα.


Στο τεύχος 4 της περιοδικής έκδοσης του ΚΕΠΕ «Οικονομικές Εξελίξεις» και στις σελίδες 27-25 παρουσιάζονται τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία για τα ποσοστά της ανεργίας κατά ομάδα εκπαιδευτικών προσόντων για το έτος 2001. Το πεδίο της έρευνας περιλαμβάνει τις επί μέρους χώρες, την Ευρωπαϊκή Ενωση των 15 χωρών και την ευρωζώνη. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι ερευνητές είναι ότι «κατά γενικό κανόνα στις ευρωπαϊκές χώρες τα ποσοστά ανεργίας είναι αρνητική συνάρτηση του επιπέδου εκπαίδευσης. Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας εμφανίζονται στις ομάδες εργατικού δυναμικού με τα περιορισμένα εκπαιδευτικά προσόντα και τείνουν σε πολύ σοβαρή μείωση για τις ομάδες με τα υψηλότερα εκπαιδευτικά προσόντα. Οπως προκύπτει από πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ σε συνδυασμό και με τα στοιχεία που παρουσιάζονται, η χώρα μας φαίνεται, ως ένα σημείο, να αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν». Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται και απαιτεί την πλέον επείγουσα προσοχή είναι γιατί παρατηρείται αυτή η απόκλιση από τον ευρωπαϊκό κανόνα και τι πολιτικές πρέπει να υιοθετηθούν για την αναστροφή της σχέσης μεταξύ των δύο αυτών κρίσιμων μεταβλητών.


Κατά την άποψή μου, ο βασικότερος παράγοντας που ευθύνεται για αυτή τη μελανή εξαίρεση είναι η αποκαλούμενη δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Εξαιτίας της δημιουργείται ζήτηση για εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου για την οποία δεν υπάρχει η ανάλογη προσφορά.


Ο δεύτερος κρίσιμος παράγοντας είναι ο κεντρικός προγραμματισμός του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, γιατί: α) στρεβλώνει την κατανομή των φοιτητών στις διάφορες ειδικότητες, β) δεν επιτρέπει την απαιτούμενη ευελιξία στην προσαρμογή της προσφοράς ειδικεύσεων στη ζήτηση, και γ) έχει δημιουργήσει στα AEI μια τεράστια γραφειοκρατία η οποία έχει καθηλώσει τις προσπάθειες όσων πανεπιστημίων επιθυμούν να διακριθούν με παγκόσμια κριτήρια στον ελάχιστο μίζερο παρονομαστή. Και τέλος, αλλά καθόλου τελευταίος, είναι ο παράγοντας της αλλοπρόσαλλης πολιτικής για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, σύμφωνα με την οποία τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν πολυάριθμα περιφερειακά πανεπιστήμια, ενώ παράλληλα τριπλασιάστηκε ο αριθμός των εισερχόμενων φοιτητών στα παραδοσιακά, χωρίς ανάλογη αύξηση των δημόσιων δαπανών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.


Τι μπορεί να γίνει; Μια πολιτική που προσφέρεται και πρέπει να υιοθετηθεί άμεσα είναι να αυτονομηθούν τα δημόσια πανεπιστήμια και να αφεθούν απερίσπαστα να προσαρμόσουν στη ζήτηση τις ειδικότητες και τις ποιότητες της εκπαίδευσης που προσφέρουν. Μια άλλη πολιτική, για την οποία υπάρχει και διακομματική συναίνεση, είναι να επιτραπεί σε πρώτη φάση η λειτουργία μη κερδοσκοπικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (AEI). Και ακόμη μία άλλη πολιτική είναι να εισαχθεί η αξιολόγηση των AEI, και η κατανομή των δημόσιων δαπανών στα διάφορα AEI να συναρτηθεί με τη σχετική τους θέση στην κλίμακα της αξιολόγησης.


Τα ανωτέρω, φυσικά, αποτελούν μόνο μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που θα βοηθούσαν στην αναστροφή της θετικής σχέσης μεταξύ εκπαίδευσης και ανεργίας. Αλλά το αν θα υιοθετηθούν και μέσα σε ποιο χρονικό πλαίσιο είναι ζήτημα το οποίο θα κριθεί από την αποφασιστικότητα της νέας κυβέρνησης.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.