Το ενδιαφέρον των αναγνωστών της στήλης για τους παράγοντες που συνετέλεσαν στην επιβράδυνση της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας συνέχισε να είναι ζωηρό ακόμη και μετά την ανακοίνωση της πρόθεσής μου να θεωρήσω τη συζήτηση ως περαιωθείσα. Ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο, οι επιστολές που έλαβα ρίχνουν φως σε διάφορες πλευρές του θέματος οι οποίες δεν καλύφθηκαν. Γι’ αυτό, με την προτροπή και ενθάρρυνση του συντάκτη της Ανάπτυξης, θα παρουσιάσω σε δύο συνέχειες ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από αυτές τις συμβολές με κάποιες αναγκαίες παρεμβάσεις εκ μέρους μου για την οικονομία του λόγου, και συνεπώς του δημοσιογραφικού χώρου.


Ο κ. H. Αργυρόπουλος, από το Μοσχάτο, γράφει μεταξύ των άλλων: Κατά το 1981 η Ιζόλα, η Πειραϊκή Πατραϊκή, τα κλωστοϋφαντήρια Αιγαίον και Βόμβυξ και δεκάδες άλλες επιχειρήσεις βρίσκονταν σε αναπτυξιακή πορεία, με νέα εργοστάσια και επενδύσεις δισεκατομμυρίων της εποχής εκείνης, τις οποίες προγραμμάτιζαν να αποσβέσουν σε λίγα χρόνια. Ωστόσο μέσα από τη νομισματική πολιτική οι κυβερνήσεις ανακάλυψαν τον μαγικό τρόπο να απαλλάξουν την οικονομία από τον πληθωρισμό, ανεβάζοντας τα επιτόκια δανεισμού στο 30%-35%. Οπότε πολλές επιχειρήσεις περιήλθαν σε αδιέξοδο και κατέρρευσαν.


Παράλληλα ξένες βιομηχανίες με σοβαρότατες επενδύσεις, βοηθούντος και του συνδικαλιστικού κινήματος, αναγκάστηκαν να σταματήσουν την παραγωγή τους και να στείλουν στα ταμεία ανεργίας χιλιάδες ανθρώπους. Θυμηθείτε την Pielli στην Πάτρα, την Goodyear στη Θεσσαλονίκη, τη Lindner στη Χαλκίδα και πρόσφατα την Palco στην Αθήνα.


Πέραν όμως από τη λανθασμένη βιομηχανική και νομισματική πολιτική, οι έννοιες της επιχείρησης και του κέρδους, οι οποίες αποτελούν επιβράβευση κάθε δημιουργικής προσπάθειας, δέχθηκαν βάναυση επίθεση, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση κρατικοποιούσε από την εμπορία του καφέ ως τα ναυπηγεία και διοχέτευε τεράστια κεφάλαια στους κομματικοποιημένους συνεταιρισμούς. Ετσι, μετά την παταγώδη αποτυχία του κράτους-επιχειρηματία στην παραγωγή πλούτου, η κυβέρνηση στράφηκε στις υπηρεσίες, στην υγεία, στην παιδεία κτλ. Δηλαδή σε τομείς στους οποίους το κόστος δεν υπολογίζεται και οι ισολογισμοί για τη μέτρηση του αποτελέσματος είναι άγνωστοι.


Φαντάζομαι ήδη τι θα αντιτείνουν ορισμένοι στα παραπάνω. Δεν υπήρξε καμία πρόοδος; Βεβαίως υπήρξε τα τελευταία κυρίως χρόνια. Αλλά τα πάντα είναι σχετικά. Γιατί κατά την υπό αξιολόγηση περίοδο άλλες χώρες που δεν είχαν την ανάπτυξη της Ελλάδας προχώρησαν με πολύ υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς (βλέπε Ιρλανδία, Πορτογαλία, και Ισπανία).


Ο κ. Π. Ψυχογιός, από την Πύλο, κατέθεσε τις ακόλουθες σκέψεις: Μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο το ελληνικό κράτος για υποστήριξη της εγχώριας βιομηχανίας-βιοτεχνίας επέβαλε μεγάλους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα. Δημιουργήθηκε έτσι μια βιομηχανία-βιοτεχνία δασμοβίωτη η οποία στη συνέχεια αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τις λίαν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ασίας.


Οταν μετά τη δικτατορία το 1974 προέβαλε ως κοντινή πραγματικότητα η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ και η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, οι ελληνικές επιχειρήσεις είδαν ως μάταιη υπόθεση τον ανταγωνισμό με τις ευρωπαϊκές και τις ασιατικές επιχειρήσεις. Από τότε οι ζημιές έτρεχαν με άλματα και συνέχιζαν την παραγωγή μόνο με δανεικά και αγύριστα χρήματα της Εθνικής Τράπεζας τα οποία ελάμβαναν πλέον με την εγγύηση του Δημοσίου. Λόγω του υπέρογκου δανεισμού και των υψηλών επιτοκίων εκείνης της περιόδου, οι ελληνικές βιομηχανίες συσσώρευσαν τόσο μεγάλα χρέη (Πειραϊκή-Πατραϊκή, Σκαλιστήρης κτλ.) ώστε συνέφερε τους επιχειρηματίες να εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις τους παρά να πληρώσουν τα χρέη τους. Γι’ αυτό και τις άφησαν στο κράτος το οποίο έτσι και αλλιώς, λόγω εγγυήσεων, είχε φορτωθεί τα χρέη τους.


Στη Γεωργία η παρέμβαση του κράτους ήταν μόνιμη και καθοριστική. Καθόριζε τις τιμές στα κύρια προϊόντα (σιτάρι, ελαιόλαδο, σταφίδα, βαμβάκι, καπνός κτλ.) και μέσω κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών (ΚΥΔΕΠ, Ελαιουργική, ΑΣΟ, ΚΣΟΣ, Οργανισμός Καπνού, Οργανισμός Βάμβακος) προέβαινε με άτοκη χρηματοδότηση σε συγκεντρώσεις αυτών των προϊόντων τα οποία στη συνέχεια διέθετε στην αγορά και στην εξαγωγή. Επίσης και σε άλλα προϊόντα (λεμόνι, πορτοκάλι κτλ.) το κράτος με διμερείς συμφωνίες (Κλίριγκ) έκλεινε τις εξαγωγές. Ετσι, μετά την κατάργηση των κρατικών παρεμβάσεων και των διμερών συμφωνιών, η ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν εύλογο να δώσει έμφαση στις εύκολες εισαγωγές. Γιατί αλήθεια στις εισαγωγές η επιχειρηματικότητα θριαμβεύει; Γιατί έλληνες και ξένοι κεφαλαιούχοι και επιχειρηματικοί όμιλοι ενδιαφέρονται να αγοράσουν στην Ελλάδα τράπεζες και ασφάλειες, ενώ για τη βιομηχανία αδιαφορούν;


Ολη η κακοδαιμονία μας οφείλεται στο ότι αφότου απελευθερώθηκε η Ελλάδα δεν έγινε ποτέ ευνομούμενο κράτος. Δεν τηρούνται οι νόμοι, κάθε κυβέρνηση ενεργεί ως ιδιοκτήτης του κράτους. Δεν έγινε καμία προετοιμασία για την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ούτε μετά για την προσαρμογή της. H Ελλάδα συνεχώς ζητούσε και ζητεί αναβολές, ενώ άλλες χώρες προετοιμάστηκαν με προσοχή και επιμέλεια (Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος κά.). Εν κατακλείδι, κύρια και μοναδική επιδίωξη κάθε κυβέρνησης δεν είναι η επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού με αξιόλογα και ικανά στελέχη αλλά το βόλεμα των (στελεχών της) στον κρατικό μηχανισμό με βάση τις διασυνδέσεις τους και όχι τα προσόντα τους. Ολα αυτά δεν αλλάζουν εύκολα από τη μια στιγμή στην άλλη ούτε από έναν (καλό) πολιτικό.


Από τα ανωτέρω βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής πολιτικής οικονομίας για να αντιλαμβάνεται τους παράγοντες της κακοδαιμονίας μας. Συνεπώς η μόνη ελπίδα που μας απομένει είναι να μάθουμε από τα λάθη μας.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.