H πρόσφατη επίσκεψη στις ΗΠΑ, για καθαρά επαγγελματικούς λόγους, με μετέφερε σ’ ένα άλλο προεκλογικό γίγνεσθαι. Συζήτησα με συναδέλφους και γνωστούς και χωρίς να το αντιληφθώ συνέλαβα τον εαυτό μου να συγκρίνει τις διαφορές στη μεθοδολογία επιλογής εκείνου του εκλογικού σώματος με τις νωπές εμπειρίες που διέθετα από τη δική μας πρακτική. Συζητώντας, επιχειρηματολογούσα όσο μπορούσα καλύτερα για να στηρίξω τη θέση μου. H κριτική αφορούσε την εξωτερική πολιτική και την οικονομία. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι συνομιλητές μου και άποψη είχαν και ότι αυτή ποτέ δεν μου διατυπώθηκε με τη γνωστή εθνική μας επωδό «όλοι ίδιοι είναι».


Επιστροφή στην ελληνική πραγματικότητα, που για μία ακόμη φορά με προσγείωσε με την κυνικότητά της. Δύο εβδομάδες και όχι εννέα μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές, και το μήνυμα που λαμβάνω από τους συνομιλητές μου είναι επιεικώς ασαφές. Δεν γνωρίζουμε τη θέση των κομμάτων. Δεν μας ενδιαφέρει το θέμα γιατί ό,τι και αν πουν τα κόμματα δεν θα το εφαρμόσουν. Θεωρούμε ότι «όλοι λένε ψέματα». Είναι δεδομένο ότι «όλοι ίδιοι είναι», ή, τέλος, δεν τα καταλαβαίνουμε και «περιμένουμε από εσένα τον ειδικό να μας τα εξηγήσει». Αποτελούν εξαίρεση οι ψηφοφόροι του ενός ή του άλλου κόμματος που έχουν αποφασίσει να ψηφίσουν το συγκεκριμένο κόμμα επειδή εκεί κατέληξαν αφού διάβασαν το πρόγραμμά του και το πρόγραμμα του αντιπάλου και θεώρησαν ότι τους εξυπηρετεί εκείνο που θα ψηφίσουν. Προσωπικά θεωρώ ότι η κρίση μας διατυπώνεται έτσι ώστε να φαίνεται πως επιλέγουμε μάλλον πρόχειρα.


Στις ΗΠΑ μίλησα με αρκετούς φίλους που διαφωνούσαν με την πολιτική της κυβέρνησής τους στο Ιράκ. Οταν, για να δώσω τροφή στη συζήτηση, ρώτησα αν θα ψήφιζαν Ρεπουμπλικανούς, αν πίστευαν ότι μετά την ανανέωση της εντολής η κυβέρνηση Μπους, έχοντας αντιληφθεί το σφάλμα της, θα άλλαζε στάση, επιχειρηματολόγησαν με στοιχεία υπέρ του αντιθέτου. Περιέργως πως, κανείς δεν μου είπε όμως ότι η πολιτική του συγκεκριμένου κόμματος θα άλλαζε αν έφευγε από την προεδρία ο Μπους, έστω και αν παρέμενε το κόμμα του στην εξουσία. Την πολιτική την προσδιορίζει το κόμμα και όχι ο αρχηγός.


Μίλησα για την οικονομική πολιτική και με συναδέλφους και με μη ειδικούς. H διαφορές στον διάλογο παρατηρήθηκαν μόνο σε επίπεδο θεωρητικών ερμηνειών ως προς τις θέσεις και των δύο κομμάτων. Διάβασα κριτική στον Τύπο και παρακολούθησα συζητήσεις στα MME. Ειλικρινά δεν άκουσα κανέναν σοβαρό διανοητή ή ενεργό πολίτη, όπως, δυστυχώς, στη χώρα μας, να δηλώνει την πρώτη ημέρα ότι η θέση του λόγω ιδεολογίας είναι εκτός των Ρεπουμπλικανών και την επομένη να συνεργάζεται με τον πρόεδρο Μπους γιατί στη νέα θητεία του κόμματός του η πολιτική θα είναι διαφορετική. H πληροφόρηση και οι θέσεις ήταν με επιχειρήματα και όχι με παιδικά lego. Και ο μέσος πολίτης άκουγε, έκρινε και αποφάσιζε επειδή γνώριζε ότι τα κόμματα της χώρας τους έχουν βασικές αρχές στην πολιτική τους τις οποίες δεν αλλάζει ο εκάστοτε αρχηγός.


Εχω μία αδυναμία: δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι, αν το θελήσουμε, δεν μπορούμε να αποκτήσουμε την αναγκαία πληροφόρηση για να κρίνουμε σύμφωνα με τα ατομικά και κοινωνικά μας συμφέροντα. Αν θέλουμε να μάθουμε, ας πάρουμε ένα τηλέφωνο να μας στείλουν τις θέσεις και τα προγράμματά τους. Ας περάσουμε από τα κομματικά γραφεία, ας ζητήσουμε τη βοήθεια φίλων και ας αποκτήσουμε τα στοιχεία εκείνα που θα μας περιγράψουν τι θεωρούν τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο μας αναγκαίο για να βελτιωθεί η ζωή μας. Ας ανατρέξουμε στη μνήμη μας και ας αναζητήσουμε στοιχεία που θα συνηγορούν υπέρ των θέσεων στις οποίες συγκλίνουμε. Για μία φορά ας υπερτιμήσουμε τον εαυτό μας και τη γνώμη μας και ας υποτιμήσουμε τη θέση των τρίτων.


Οι συγκεκριμένες σκέψεις δεν θα αφορούν τα δύο μεγάλα κόμματα που τελικά θα ασκήσουν εξουσία. Αφορούν και τα μικρά κόμματα. Οσο θα συνεχίσουμε να επιλέγουμε με βάση την αδράνεια, τόσο τα κόμματα θα διεκδικούν την ψήφο μας με το επιχείρημα ότι «πρέπει;» να εκπροσωπηθούν στη Βουλή. Αν είναι να εκπροσωπηθούν για να στηρίξουν όσα θέλουμε να στηρίξουν, ας υποστηριχθούν έστω και αν δεν θα έχουν δυνατή φωνή. Μεταξύ του μονοφωνικού γρηγοριανού ύφους και του αναγεννησιακού πολυφωνικού αναμφισβήτητα συγκλίνουμε προς το δεύτερο. Αρκεί να προκύπτει μελωδία.


Κάποια άλλη εποχή αρκούσε η πατερναλιστική φράση του Λογοθετίδη «Εγώ θα σας οδηγήσω» στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Ηχούσε λογική για τις στενά ωφελιμιστικές ατραπούς της πολιτικής μας ζωής. Στις απαιτητικές, ατομικά και κοινωνικά, ημέρες που ζούμε, τα προγράμματα, οι θέσεις, η γνώση τους και τελικά η ορθολογική μας συμπεριφορά θα προσδιορίσουν στην ουσία το αποτέλεσμα.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.