Αν παίρναμε ως μέτρο τι υποσχέθηκε να κάνει η παρούσα κυβέρνηση αν κέρδιζε τις εκλογές του 2000 και τι πραγματικά έκανε, θα μας κατελάμβανε μεγάλη απογοήτευση. Οι συνταξιούχοι περιμένουν ακόμη την ελάχιστη σύνταξη των 152.000 δρχ. Αντί πραγματικής σύγκλισης προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα υλικής ευημερίας, οι μη προνομιούχοι βλέπουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων τους να διαβρώνεται καθημερινά από τον υψηλότατο πληθωρισμό. Οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές για τις οποίες ως άλλος Δον Κιχώτης ο κ. Πρωθυπουργός ξιφουλκούσε όλη την τετραετία ξεχάστηκαν κάτω από την πίεση των συνδικάτων του δημόσιου τομέα. Το μέρισμα της ανάπτυξης δεν έφθασε ακόμη σε όσους ζουν στα όρια της φτώχειας και όταν θα τους δοθεί θα χρηματοδοτηθεί από δανεικά, γιατί έπρεπε να καλυφθούν τα πάσης μορφής δημόσια ελλείμματα. Κοντολογίς το μόνο που δεν διαπιστώθηκε ήταν μια ικανοποιητική αντιστοιχία μεταξύ των προεκλογικών δεσμεύσεων και των επιτεύξεων της κυβέρνησης. Ως εκ τούτου οι σκεπτόμενοι πολίτες είναι εύλογο να διερωτώνται αν αξίζει να ασχοληθούν με τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων και, αν ναι, πώς πρέπει να σταθμίσουν τα όσα προτείνουν. Σήμερα η στήλη είναι αφιερωμένη σε αυτά τα δύο ερωτήματα.


Τα προεκλογικά προγράμματα αποτελούνται κατά βάση από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφονται οι συντεταγμένες του οράματος που προβάλλει κάθε κόμμα για τις θεμελιώδεις δραστηριότητες της πολιτείας. Για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του 1980 το όραμα που αφορούσε τις διεθνείς σχέσεις και συμμαχίες της χώρας μας ήταν για μεν το ΠαΣοΚ το «έξω από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ», για δε τη ΝΔ το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ποιες καταλυτικές συνέπειες θα είχαν προκύψει αν οι κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ δεν είχαν αλλάξει ρότα είναι εύκολο να τις φαντασθούν οι αγαπητοί αναγνώστες. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία οι πολίτες να προσπαθήσουμε να αντιστοιχίσουμε στις προτιμήσεις μας τους στόχους που συνθέτουν τα οράματα τα οποία προβάλλουν τα κόμματα, τόσο στα στρατηγικά όσο και στα θέματα που προσδιορίζουν τις συνθήκες της καθημερινής ζωής.


Το δεύτερο κεφάλαιο των προεκλογικών προγραμμάτων αναφέρεται στις επί μέρους πολιτικές με βάση τις οποίες κάθε κόμμα σκοπεύει να επιδιώξει την υλοποίηση των στόχων του οράματός του. Για παράδειγμα, παρά την απερίσκεπτη στάση που κράτησε η κυβέρνηση κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, αμφότερα τα κόμματα εξουσίας φαίνεται ότι συγκλίνουν τώρα στον στόχο να επιτραπεί η λειτουργία μη κερδοσκοπικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Αλλά με ποια πολιτική προτίθεται το καθένα να προχωρήσει στην υλοποίηση αυτού του στόχου απομένει να διευκρινισθεί. Γι’ αυτό, δεδομένου ότι το ΠαΣοΚ υπό τη νέα ηγεσία του δεν έχει δημοσιοποιήσει ακόμη το πρόγραμμά του για την παιδεία, καλόν θα είναι να πληροφορηθούμε πώς σκοπεύει να πορευθεί σχετικώς.


Τέλος, το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που πέτυχε η κυβέρνηση κατά την παρελθούσα τετραετία. Εάν τα αποτελέσματα στους διάφορους τομείς είναι τέτοια ώστε να δικαιολογούνται οι τυχόν αποκλίσεις από τις προεκλογικές δεσμεύσεις, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα αξιοπιστίας και μια κυβέρνηση με ικανοποιητικό έργο πρέπει να υπερψηφίζεται. Διαφορετικά, αν οι αποκλίσεις προκύπτουν από αδικαιολόγητες παλινδρομήσεις, ξεγελάσματα και επιλεκτικές ανακολουθίες, η κυβέρνηση πρέπει να καταψηφίζεται γιατί το πρώτο κριτήριο στη δημοκρατία είναι ο περιορισμός της ζημιάς που μπορεί να προκαλέσει μια αναξιόπιστη κυβέρνηση.


Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διατήρηση της κυριαρχίας μας ως πολιτών επιβάλλει να συγκρίνουμε οράματα και πολιτικές και μεταξύ αυτών να επιλέγουμε συνδυασμούς που ταιριάζουν στις προτιμήσεις μας και συνοδεύονται από υψηλό βαθμό αξιοπιστίας ως προς την υλοποίησή τους. Διαφορετικά, διατρέχουμε τον κίνδυνο το πολιτικό σύστημα της χώρας να αυτονομηθεί και να ευτελισθεί η δημοκρατία μας.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.