H διαχρονική εξέλιξη των δημοσκοπήσεων στη χώρα καταδεικνύει τη διακαή επιθυμία για πολιτική αλλαγή. Αν και τα ποσοστά που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στη δύναμη των κομμάτων, αναφορικά με την πρόθεση ψήφου ή την παράσταση νίκης κτλ., διακυμαίνονται ανάλογα με πρόσκαιρα γεγονότα (π.χ. η αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του ΠαΣοΚ ή το σκάνδαλο Πάχτα), το μόνο σταθερό στοιχείο τους είναι το εντυπωσιακό υψηλό ποσοστό του εκλογικού σώματος (75%-80%) που επιθυμεί ουσιαστικά αλλαγές στη διακυβερνητική του τόπου και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Εναντι αυτής της κατάστασης και με δεδομένη την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, τα δύο μεγάλα κόμματα αντιπαρατάσσονται στρατηγικά. Το μεν ΠαΣοΚ επέλεξε νέα ηγεσία στο πρόσωπο του Γεωργίου Παπανδρέου και η Νέα Δημοκρατία προτίμησε να λειάνει τις «αιχμές» του πολιτικού της λόγου.


Οι δημοσκοπήσεις επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες. H επικρατούσα άποψη θέλει την πρόθεση ψήφου να εκπορεύεται από τη σύνθεση της φιλοσοφίας/ρητορικής του κυβερνητικού προγράμματος, την τεχνολογία υλοποίησης των επιδιωκόμενων στόχων καθώς και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Σε ένα μεγάλο βαθμό η άποψη αυτή μπορεί να ερμηνεύσει και τις προαναφερθείσες αντιδράσεις των κομμάτων.


Αντίθετα άποψή μας, που επιβεβαιώνεται και από πλήθος άλλων μετρήσεων, είναι ότι η δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων όπως εκφράζεται στις δημοσκοπήσεις πηγάζει από τη δυσφορία της κοινωνίας έναντι των πανίσχυρων δυνάμεων που εναντιώνονται στις κοινωνικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Επίσης η άποψη αυτή, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δικαιολογεί και τις προαναφερθείσες αντιδράσεις των κομμάτων.


Υποστηρίζουμε ότι υπό την επίδραση αυτών των δυνάμεων, επιλέγονται είτε άτομα προσκείμενα στις δυνάμεις του status quo είτε πρόσωπα που για πολιτικούς ή ιδιοτελείς λόγους αδυνατούν να αναλάβουν το προσωπικό κόστος που απαιτείται για την υλοποίηση των αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα υποστηρίζουμε ότι η τεχνολογία που υιοθετείται για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων είναι σκόπιμα ασαφής και αναποτελεσματική, καθώς υποδεικνύεται και στηρίζεται από τις δυνάμεις της αδράνειας. Οι εξαρτήσεις αυτές, με βάση τη σχηματοποίηση της πολιτικής οικονομίας, παίρνουν τις ακόλουθες μορφές:


Πρώτον, όταν η κυβέρνηση υποκύπτει σε μια μικρή ομάδα πίεσης η οποία αντιστρατεύεται τη μεταρρύθμιση που την αφορά, επιδιώκοντας να προστατεύσει τα κεκτημένα της. Με τον τρόπο αυτό εναντιώνεται σε εκείνο που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο, το οποίο αντίθετα μένει αδρανές και δεν κινητοποιείται, έχοντας εμπιστοσύνη στην εξαρτώμενη κυβέρνηση. Πλήθος τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν στην πράξη την παρόμοια συμπεριφορά. Σχεδόν σε όλες τις ΔΕΚΟ αλλά και σε πολιτικές επιλογές της, η κυβέρνηση υποχώρησε στα σχέδιά της για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ στην καλύτερη περίπτωση, για να αποφύγει τις συγκρούσεις, επέλεξε τη χωρίς ουσιαστικό διαρθρωτικό αντικείμενο μετοχοποίηση (π.χ., από τους χειρισμούς της στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στον ΟΣΕ και σε άλλες ΔΕΚΟ μέχρι την απελευθέρωση ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και σε επί μέρους θέματα όπως στις περιπτώσεις των ταμειακών μηχανών στα ταξί και στα πρατήρια καυσίμων).


Δεύτερον, η εξάρτηση της κυβέρνησης από μικρές ομάδες πίεσης και στην καλύτερη περίπτωση τα πολιτικά πιστεύω των στελεχών της οδήγησαν στην επιλογή αναποτελεσματικής τεχνολογίας εισαγωγής της μεταρρύθμισης. Από κακό σχεδιασμό της, οι ενδιαφερόμενοι πολίτες είτε δεν γνώριζαν είτε είχαν εσφαλμένη εκτίμηση για τα οφέλη που σαν άτομα θα απεκόμιζαν από μια συλλογικά ωφέλιμη κυβερνητική επιλογή, με συνέπεια να εναντιώνονται σε αυτήν. Απτά παραδείγματα οι χειρισμοί της κυβέρνησης στο θέμα της επαγγελματικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων και η άρση του cabotage.


Τρίτον, η κυβέρνηση σε πλήθος περιπτώσεων συστηματικά ανέβαλε την υιοθέτηση ουσιωδών μεταρρυθμίσεων υπό την πίεση των γεγονότων και των εξελίξεων με αποτέλεσμα είτε να μην πείθει για τη βούλησή της είτε έμμεσα να υποδηλώνει πρόθεση απόκρυψης επιλογών μικροπολιτικής παγίδευσης των πολιτικών της αντιπάλων. Το βραχυχρόνιο κόστος υπερτιμήθηκε δυσανάλογα έναντι του μακροχρόνιου οφέλους με αποτέλεσμα τη μετάθεση της λύσης στο απώτερο μέλλον. Και εδώ τα παραδείγματα είναι πολυάριθμα. Χειρισμοί στο θέμα των αυθαιρέτων, μακροχρόνιες καθυστερήσεις σε θέματα όπως η μηχανοργάνωση των εφοριών, η παρωδία του κτηματολογίου, οι ανακολουθίες στη διοικητική μεταρρύθμιση των νοσοκομείων, αποτελούν ορισμένα μόνο δείγματα της κυβερνητικής αδυναμίας να έρθει σε σύγκρουση προκειμένου να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις της.


Στην εκλογική αναμέτρηση του 2004 η επιλογή θα τεθεί ανάμεσα στην αποδοχή και στη συντήρηση της αδράνειας και στη μη αποδοχή και αναπόφευκτα σύγκρουση με αυτήν. H πολιτική παράταξη που ήδη την έχει αποδεχθεί θα προσπαθήσει με όλα της τα στελέχη να την στηρίξει. Ηγεσία και στελέχη γνωρίζουν ότι πλέον δεν έχουν την ευκαιρία που τους δόθηκε πριν από τέσσερα χρόνια. Τα όρια στένεψαν με την αποτυχία της εκσυγχρονιστικής τους στρατηγικής. Ο «εκσυγχρονισμός στο τετράγωνο» δεν αποτελεί πανάκεια που εξασφαλίζει μόνιμα την υφαρπαγή της ψήφου του ελληνικού λαού.


* H ευθύνη της ηγεσίας


Κατ’ αρχήν είναι λάθος να θεωρούμε ότι για να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις απαιτούνται απλά αλλαγές στα πρόσωπα των ηγετών. Για την αδράνεια του status quo δεν ευθύνεται ο Πρωθυπουργός αλλά κυρίως ένα πλήθος κομματικών και πολιτικών παραγόντων που ουσία διοικούν κατ’ εντολή των μηχανισμών που τους στηρίζουν. Μια αλλαγή λοιπόν στο πρόσωπο του ηγέτη ή της ηγετικής ομάδας ενός αντιτιθέμενου ή ανίκανου στις μεταρρυθμίσεις πολιτικού μηχανισμού δεν είναι ικανή να δημιουργήσει το αναγκαίο περιβάλλον για ρήξη με τις δυνάμεις τις αδράνειας. Τα συγγνώμη του κ. Γ. Παπανδρέου δεν αρκούν. Για τον ίδιο λόγο και δεν αποτελεί προσωπική ευθύνη και ούτε οφείλεται σε προσωπικές αδυναμίες του κ. K. Σημίτη η μετεκλογική αναδίπλωση και ο μετέπειτα εγκλωβισμός του στο status quo. Ευθύνεται το σύνολο των συντελεστών που συνθέτουν τον κομματικό και «πελατειακό» μηχανισμό του ΠαΣοΚ. Μόνο έτσι άλλωστε δικαιολογείται και η ανάδειξή του από τις δημοσκοπήσεις ως ενός ικανού μεν Πρωθυπουργού και ταυτόχρονα ενός ηγέτη που οδηγεί έναν πολιτικό μηχανισμό σε ήττα. Με άλλα λόγια, ο μέσος ψηφοφόρος εκφράζει τη θέση ότι όλοι μαζί συμπράττουν στην πολιτική που δεν θέλει να δημιουργεί αναταράξεις στις δυνάμεις της αδράνειας. Σε μια πολιτική που εκείνος δεν θέλει να αποδεχθεί.


* H αδυναμία μετάλλαξης


Το πρότυπο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε στη χώρα μας την τελευταία εικοσιπενταετία δεν στηρίχθηκε στις δυνάμεις της δημιουργίας πλούτου αλλά στις δυνάμεις της διανομής του. Σε αυτό συνέτειναν ο κρατισμός και τα περίφημα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης. H επιχειρηματικότητα, η καινοτομία, η αποταμίευση και η εργατικότητα είχαν σχετικά χαμηλές αποδόσεις την ίδια στιγμή που η κομματική ταυτότητα, οι γνωριμίες και προσβάσεις στα κέντρα εξουσίας (κόμμα-κυβέρνηση, MME και οικονομική ολιγαρχία) είχαν σχετικά υψηλές. Με δεδομένο αυτό το πρότυπο ανάπτυξης, η μακρόχρονη παραμονή ενός κόμματος στην εξουσία δημιουργεί «καλό» και «κακό» ανθρώπινο κεφάλαιο στα στελέχη του. Με τον όρο «καλό» κεφάλαιο εννοείται η απόκτηση εμπειρίας και γνώσεων που επιταχύνει τη λήψη αποτελεσματικών αποφάσεων. Με τον όρο «κακό» κεφάλαιο εννοείται η ικανότητα αποτελεσματικής παράκαμψης των ανταγωνιστικών και διαφανών διαδικασιών. Το «κακό» ανθρώπινο κεφάλαιο αυξάνει την ανταμοιβή της διαφθοράς, υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας και διευρύνει την κοινωνική ανισότητα. H σειρά των κυβερνητικών στελεχών που ενεπλάκησαν σε υποθέσεις διαφθοράς δεν έχει τέλος. Τίποτε δεν έμεινε κρυφό. Ετσι άλλα κυβερνητικά στελέχη οδηγήθηκαν στην παραίτηση για εκτεταμένη χρησιμοποίηση «εσωτερικής πληροφόρησης» και άλλα αναγκάστηκαν να εξηγήσουν τις σχέσεις συγγενικών τους προσώπων με διαχείριση σημαντικών χρηματικών ποσών. Ο προστατευτισμός και η ειδική μεταχείριση επιχειρήσεων ακόμη και μετά από επίσημες καταγγελίες φορολογικών οργάνων ή τέλος η ανοχή στη λειτουργία του «μαθηματικού τύπου» για την κατακύρωση των δημόσιων διαγωνισμών στα έργα αποτελούν καθημερινή τροφή στην ειδησεογραφία.


* Το διακύβευμα των εκλογών


H επιταγή του εκλογικού σώματος προς τους νέους διαχειριστές της εξουσίας είναι να επιδιώξουν τη ρήξη και τις ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το κόμμα που θα κερδίσει τις επικείμενες εκλογές είναι εκείνο το οποίο θα πείσει με τη στάση και τη στρατηγική του ότι θα τεθεί αντιμέτωπο στις δυνάμεις της αδράνειας. Το ΠαΣοΚ, ανεξάρτητα από ποιον ηγέτη έχει επιλέξει, δεν μπορεί να δώσει απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα καθώς δεν το επιτρέπει η κομματική δομή του. Συνεπώς, προσφέρεται μια ιστορική ευκαιρία η Νέα Δημοκρατία να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση. Αρκεί να «αρθρώσει» αιχμηρό και συγκεκριμένο πολιτικό λόγο ώστε να αποτρέψει τις μεθοδεύσεις των δυνάμεων της αδράνειας. Οφείλει όμως να πείσει και για τη στάθμη των στελεχών των οποίων η ακεραιότητα και το ήθος θα πρέπει να είναι πέραν αμφισβήτησης, ώστε να καρποφορήσει η τιτάνια προσπάθεια για τις κοινωνικά επιβεβλημένες μεταρρυθμίσεις στη χώρα.


Ο κ. Τρύφων Κολλίντζας είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Οικονομικού Συμβουλίου του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Πάνος Τσακαλογιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.