Το υψηλό επίπεδο της ανεργίας των νέων χαρακτηρίζει κοινωνικοοικονομικά τις εξελίξεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ειδικότερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ (δεύτερο τρίμηνο 2003), η απασχόληση των νέων ηλικίας 15-29 ετών ανέρχεται στο επίπεδο των 804.000 ατόμων (συνολική απασχόληση 4.014.500 άτομα) και αποτελεί το 20% της συνολικής απασχόλησης της χώρας. Αντίθετα, η ανεργία των νέων ηλικίας 15-29 ετών ανέρχεται στο επίπεδο των 193.500 ατόμων (συνολική ανεργία 392.200 άτομα) και αποτελεί το 49,3% της συνολικής ανεργίας. Στην ομάδα ηλικιών 15-29 οι 262.304 απασχολούμενοι είναι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι 452.400 απασχολούμενοι είναι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα, 65.605 άτομα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 15-29 ετών είναι άνεργοι και 125.124 άτομα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 15-29 ετών είναι άνεργοι, δηλαδή σύνολο 190.729 άτομα.


Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι η ανεργία των νέων 15-29 ετών υποχρεωτικής εκπαίδευσης είναι πολύ περιορισμένη (2.771 άτομα).


Το υψηλό επίπεδο της ανεργίας των νέων της συγκεκριμένης ομάδας ηλικιών (15-29 ετών) δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι στην Ελλάδα το 65% των αποφοίτων αυτής της βαθμίδας είναι απόφοιτοι Γενικού Λυκείου και το 35% απόφοιτοι Τεχνικού Λυκείου.


Στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ιδιαίτερα στις βόρειες, τα ποσοστά αυτά είναι ακριβώς αντίθετα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο τμήμα της ανεργίας στην Ελλάδα οφείλεται στην ανεπαρκή ζήτηση για θέσεις εργασίας και οι ασκούμενες πολιτικές απασχόλησης αποτελούν κατά κύριο λόγο μέτρα διευθέτησης των ανισορροπιών στην αγορά εργασίας καθώς και των δυσχερειών πρόσβασης σε αυτήν, δεδομένου ότι οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται περισσότερο από την επενδυτική και αναπτυξιακή πολιτική και λιγότερο από τις πολιτικές απασχόλησης.


Ιδιαίτερα στην περίπτωση των νέων ανέργων οι δυσχέρειες πρόσβασης στην αγορά εργασίας είναι εντονότερες, με αποτέλεσμα να διευρύνεται σταδιακά το νεανικό άνεργο απόθεμα της ελληνικής οικονομίας. Γι’ αυτό ακριβώς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση η ανεργία, ιδιαίτερα των νέων, κατατάσσεται ως το σοβαρότερο πρόβλημα της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Οι νέες μάλιστα συνθήκες διεύρυνσης της Ενωσης αναδεικνύουν την αναγκαιότητα ενός προβληματισμού και εφαρμογής πολιτικών αποκατάστασης των ανισορροπιών στην αναπτυξιακή και κοινωνική σφαίρα της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι το υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων διαβρώνει την κοινωνική συνοχή και περιπλέκει τα αντίστοιχα προβλήματα παρά ρυθμίζει με «αόρατο» τρόπο τη λειτουργία της αγοράς εργασίας.


Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η μη σημαντική αύξηση των νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης σε σχέση με το υψηλό ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην υποκατάσταση των θέσεων εργασίας από την τεχνολογία, στην επέκταση της εξωτερίκευσης εργασιών από τις επιχειρήσεις, καθώς και στη σταδιακή υποκατάσταση της πλήρους από άτυπες μορφές απασχόλησης.


Κατά συνέπεια, το ζήτημα της διαρκούς ένταξης των νέων με πλήρη απασχόληση στην αγορά εργασίας αναδεικνύεται ως το κεντρικότερο κατά την τρέχουσα δεκαετία κατ’ αρχάς της αναπτυξιακής και επενδυτικής πολιτικής και συμπληρωματικά των πολιτικών απασχόλησης.


Από την άποψη αυτή το μέτρο που πρόσφατα εξαγγέλθηκε από τον υποψήφιο πρόεδρο του ΠαΣοΚ κ. Γ. Παπανδρέου για τη μη καταβολή για τέσσερα χρόνια των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη και εργαζομένου στην περίπτωση πρόσληψης νέων ανέργων έως 24 ετών για αποφοίτους λυκείου και έως 29 ετών για πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εντάσσεται στην κατηγορία των πολιτικών απασχόλησης που επιδοτούν την απασχόληση και στον βαθμό που το αφορά αποσκοπεί στη διευκόλυνση πρόσβασης των νέων ανέργων στην αγορά εργασίας. Ο ειδικότερος σχεδιασμός της εφαρμογής του όμως απαιτείται να συμπεριλάβει εξειδικεύσεις και ποσοτικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι αφορούν τη διαρροή πόρων από την κοινωνική ασφάλιση (ως 88 δισ. δρχ. τον χρόνο) και ποιος θα καταβάλλει σε αυτήν το αντίστοιχο ποσό, ώστε να μη συνοδευτεί η υλοποίηση του συμπληρωματικού αυτού μέτρου από αρνητικές παρενέργειες στη χρηματοοικονομική κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος. Αποσαφήνιση επίσης απαιτεί το αν τα προτεινόμενα τέσσερα χρόνια εφαρμογής του μέτρου θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις που προβλέπουν ασφαλισμένη και όχι ανασφάλιστη εργασία. Παράλληλα, στην κατεύθυνση απόκτησης επενδυτικής και αναπτυξιακής διάστασης του συγκεκριμένου μέτρου είναι αναγκαία η επεξεργασία και μελέτη του προσανατολισμού των πόρων που θα εξοικονομήσουν οι εργοδότες. Με άλλα λόγια, οι συγκεκριμένοι πόροι θα μετατραπούν σε κερδοφορία ή με την παρέμβαση της αναπτυξιακής πολιτικής θα μετατραπούν σε επενδύσεις επέκτασης και εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων;


H ανάδειξη αυτών των βασικών πτυχών της συγκεκριμένης πρότασης επιβάλλει την ειδικότερη επεξεργασία, τον προσδιορισμό των απαιτούμενων πόρων, την πηγή ανεύρεσής τους και τον σχεδιασμό εφαρμογής της, προκειμένου να καταστεί, στο βαθμό που την αφορά, μια συνιστώσα των πολιτικών απασχόλησης και όχι μια «ασύμμετρη απειλή» για την αγορά εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση.


Ο κ. Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ.