Σε μια χρονική στιγμή όπου οι πολιτικές εξελίξεις κυριαρχούν ο ρόλος του σχολιαστή είναι να επαναφέρει τον αναγνώστη του στην καθημερινή πραγματικότητα. H οικονομική ζωή και οι οικονομικές εξελίξεις άλλωστε μόνο οριακά μπορεί να μεταβληθούν από τις ως σήμερα γνωστές επιλογές. Αντιθέτως, τη νηφαλιότητα στην αντιμετώπιση των εξελίξεων μπορούν να τη διαταράξουν εξελίξεις και αποφάσεις οι οποίες πράγματι έχουν ουσία στη δομή και στη λειτουργία του οικονομικού περιβάλλοντος. Λίγη ιστορία δεν θα έβλαπτε. Υστερα από σχεδόν δύο χρόνια επεξεργασιών και εκπεφρασμένης βούλησης των υπευθύνων του υπουργείου Οικονομικών, επιτέλους προσφάτως κυκλοφόρησε η προβλεπόμενη από νόμο του 2002 εγκύκλιος η οποία επιτρέπει στις επιχειρήσεις να συμψηφίζουν κέρδη με ζημιές κατά τον μετασχηματισμό τους. Οταν δηλαδή οι επιχειρήσεις εξαγοράζουν και συγχωνεύονται με άλλες ή κλάδους άλλων, να συμψηφίζουν μέρος της δαπάνης εξαγοράς με τη φορολογική επιβάρυνση των κερδών.


Το συγκεκριμένο φορολογικό μέτρο έχει μεγάλη ιστορία στη χώρα. Ξεκινά όταν η σκέψη πολλών οικονομολόγων συνέκλινε στην άποψη που πρέσβευε ότι, όταν απαιτούνται ενδογενείς αναδιατάξεις στη βιομηχανική οργάνωση των κλάδων, ιδιαιτέρως ύστερα από μακρόχρονη οικονομική στασιμότητα και κρίση (1977-1990), αυτό γίνεται αποτελεσματικά, παρέχοντας κίνητρα εξαγορών των προβληματικών από τους αποτελεσματικούς και κερδοφόρους. H αντίδραση των μανδαρίνων του υπουργείου Οικονομικών ήταν κάθετη. Το υπουργείο υπάρχει για να μαζεύει χρήματα, ανεξαρτήτως του αν αυτά καταστρέφουν λόγω του βάρους τους τον οικονομικό ιστό της χώρας. Αν θέλει, έλεγαν στο τότε υπουργείο Συντονισμού, ας κρατικοποιήσει τις επιχειρήσεις, ας τις δώσει σε δημόσια διαχείριση και ας δαπανήσει δημόσιο χρήμα ώστε με την πεφωτισμένη ηγεσία των στελεχών του κόμματος να αναπτυχθούν σε κερδοφόρες χρήσεις. Τα χρόνια πέρασαν (δεκαετία 1980), οι κρατικοποιημένες επιχειρήσεις, η μία μετά την άλλη, από προβληματικές του ιδιωτικού τομέα έγιναν υπερπροβληματικές του Δημοσίου και η σπατάλη πόρων ξεπέρασε κάθε όριο ανοχής.


Στο ίδιο περιβάλλον ο ανταγωνισμός και η μακρόχρονη ύφεση επέτειναν την ανάγκη για αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων. Με υπουργό τον κ. Στ. Μάνο το 1993 εφαρμόζεται πρώτη φορά στο φορολογικό δίκαιο η διάταξη συμψηφισμού ζημιών με κέρδη για μετασχηματιζόμενες εταιρείες. Αποτελεί τομή στα οικονομικά δρώμενα και δημιουργεί τεράστιες προοπτικές για ενδοκλαδική αλλά και διακλαδική αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων της χώρας. Αντί το Δημόσιο να πληρώνει κομματικά στελέχη αδιάφορα και αποτυχημένα να φέρουν σε πέρας ένα δύσκολο έργο, ας δώσει το κίνητρο σε επιχειρηματίες που ξέρουν να κερδίζουν και θέλουν να τολμήσουν.


Προτού ακόμη εφαρμοστεί, η διάταξη αντιμετωπίζει την οργή των μανδαρίνων και των κομματικών στελεχών, και καταργείται το 1996. Το ποιος ήταν τότε υπουργός Οικονομικών δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε. Θα περάσουν οκτώ χρόνια αδράνειας και επιτέλους το 2002 η διάταξη του νόμου επανέρχεται εν ισχύι στα φορολογικά δρώμενα της χώρας. Θα νόμιζε κανείς ότι εν πάση περιπτώσει έπρεπε να περάσουν εννέα χρόνια, μεταφραζόμενα σε απώλεια θέσεων εργασίας και αποτελεσματικής διαχείρισης των παραγωγικών πόρων, για να αντιληφθούν οι υπεύθυνοι ότι το μέτρο συμβάλλει και δεν αφαιρεί από την οικονομία. Λάθος είναι η απάντηση. Νομοθετική ρύθμιση χωρίς ερμηνευτική εγκύκλιο δεν είναι δυνατόν να ισχύσει στη χώρα μας. Αρχές του 2004 ή πιθανώς τέλος του 2003 το υπουργείο δημοσιοποίησε τη βούλησή του.


Μία χαμένη δεκαετία. Μαζί με τόσα άλλα και η διαρθρωτική πολιτική στον πάγο, έστω κι αν αυτή αφορά τον κρίσιμο τομέα της αναδιάρθρωσης μέσα από εξαγορές και συγχωνεύσεις. Εχουμε μάθει να αποδεχόμαστε και να υπομένουμε. Λες και ζούμε στην Dogville του Λαρς φον Τρίερ. Είναι ακόμη χειρότερα όμως τα πράγματα. Είναι πολύ επικίνδυνο σήμερα η ισχύς του συγκεκριμένου άρθρου να αποτελέσει τον μηχανισμό διεύρυνσης του τραπεζικού χώρου στην παραγωγή. Είναι πολύ πιθανόν η οικονομία μας να συγκλίνει σε βιομηχανική διάρθρωση χαρακτηριστικών Γερμανίας χωρίς να το καταλάβουμε. Είναι ακόμη χειρότερο αυτή η μεταβολή να συμπέσει με κομματικές ή άλλες επιλογές. Μπορεί. Και ως αποτέλεσμα οφείλουμε να είμαστε πλέον επιφυλακτικοί.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.