Στο προηγούμενο άρθρο μου με τον ίδιο τίτλο είχα ανακεφαλαιώσει τα κύρια συμπεράσματα που προέκυψαν από τη συζήτηση με τους αναγνώστες της στήλης για τους παράγοντες που ευθύνονται για το παρατηρούμενο έλλειμμα επιχειρηματικότητας στη χώρα μας. Με άλλα λόγια, είχα θεωρήσει ότι το θέμα είχε εξαντληθεί. Αλλά εν τω μεταξύ έλαβα από φίλο αναγνώστη μια ηλεκτρονική επιστολή στην οποία επισημαίνονται κάποιοι επιπρόσθετοι παράγοντες οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί για να αγνοηθούν. Αυτοί οι παράγοντες έχουν να κάνουν με τη διαπίστωση ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν, στον βαθμό που απαιτείται, την οργανωτική δομή και τα συστήματα για να επεκτείνουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα λειτουργικά και γεωγραφικά. Ως εκ τούτου, χάριν ολοκληρώσεως των απόψεων που παρουσιάστηκαν, σήμερα θα δώσω τον λόγο στον κ. Z. Βογιατζή, ο οποίος ζει στις ΗΠΑ και εργάζεται σε μια εταιρεία επιχειρηματικών συμβούλων.


«Κατά τη γνώμη μου» γράφει «το πρόβλημα βρίσκεται σε επίπεδο επιχείρησης και εντοπίζεται στην παντελή έλλειψη συνείδησης μάρκετινγκ – δηλαδή, κάποιας σοβαρής, καλοοργανωμένης προσπάθειας ανάπτυξης, παραγωγής και διάθεσης εξαιρετικά ανταγωνιστικών προϊόντων που να ικανοποιούν ανάγκες και επιθυμίες διεθνών αγορών (Ευρώπη, ΗΠΑ, Απω Ανατολή). Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν άνοιξαν για τα καλά οι αγορές της Ευρώπης με την ένταξη στην ΕΟΚ, οι ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν τη διείσδυση στις «απαιτητικές» αγορές των Βαλκανίων. (…) H διείσδυση αυτή ήταν απλώς η γεωγραφική επέκταση της απομόνωσης της ελληνικής επιχείρησης. Οντως όσο προχωρεί η παγκοσμιοποίηση τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές εξαγωγές μειώνονται σταθερά. Αφήνω βέβαια ότι ακόμη και εντός έδρας κλάδοι που θα έπρεπε να είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικοί (π.χ., τουρισμός) έχουν ξεπέσει στον ανταγωνισμό με βάση τις χαμηλές τιμές. Δυστυχώς το πρόβλημα δεν είναι θέμα κρατικής πολιτικής αλλά νοοτροπίας επιχειρηματικής διοίκησης (management). Είμαι σίγουρος ότι μια νέα γενιά επιχειρηματικών στελεχών (managers) γαλουχείται στα ελληνικά πανεπιστήμια με την αυτοπεποίθηση ότι η ελληνική επιχείρηση μπορεί και πρέπει να είναι παγκοσμίως ανταγωνιστική».


Το πρόβλημα που ψηλαφίζεται στις ανωτέρω σκέψεις είναι ότι η άσκηση επιχειρηματικότητας παρεμποδίζεται στη χώρα μας εξαιτίας της οργανωτικής δομής που χαρακτηρίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις. H οικογενειακή ιδιοκτησία συνεχίζει να κυριαρχεί και να εμποδίζει τη συγκέντρωση κεφαλαίων για τη δημιουργία επιχειρήσεων με μεγάλες οικονομίες κλίμακας (scale) και εύρους (scope). Με τη σειρά του ο οικογενειακός έλεγχος επί των επιχειρήσεων παρεμποδίζει την ανάπτυξη της επαγγελματικής τους διοίκησης. Εν συνεχεία, η έλλειψη ικανών στελεχών επιβραδύνει την εισαγωγή στις επιχειρήσεις των σύγχρονων μεθόδων και συστημάτων διοίκησης, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται η επέκτασή τους σε κλάδους και περιοχές όπου δημιουργούνται επιχειρηματικές ευκαιρίες και ούτω καθ’ εξής. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα πρόβλημα των ελληνικών επιχειρήσεων, η αντιμετώπιση του οποίου εξαρτάται από την πρόοδο στο θέμα του διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον οικογενειακό τους έλεγχο. Γι’ αυτό, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη παρενέργεια, η πιο επώδυνη συνέπεια της πρόσφατης χρηματιστηριακής κρίσης είναι η αναστολή της τάσης για τη μεταφορά του ελέγχου των επιχειρήσεων σε επαγγελματικά στελέχη με την πείρα και την κατάρτιση να ανταποκριθούν στην ανάγκη μεγέθυνσης της κλίμακας των επιχειρηματικών μονάδων.


Εν κατακλείδι, αναφορικά με την αντιμετώπιση των εμποδίων που επιβραδύνουν την άσκηση επιχειρηματικότητας από ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις, μια αποτελεσματική προσέγγιση είναι να ληφθούν μέτρα για τον απεγκλωβισμό του ελέγχου τους με ευρεία διασπορά της ιδιοκτησίας τους. Το κεντρικό ερώτημα συνεπώς που τίθεται για όλους μας είναι αν και πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος και σε πόσο χρόνο.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.