Μετά τη διεύρυνση της ελληνικής οικονομίας η οποία έλαβε χώρα με την πλήρη ένταξη της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1981, περιμέναμε να εκδηλωθεί μια εύρωστη επιτάχυνση της επιχειρηματικότητας. Αντιθέτως αυτό που παρατηρήθηκε ήταν μια εμφανής επιβράδυνση. Ετσι προέκυψε το αίνιγμα που συζητάμε με τους αναγνώστες της στήλης.


Σύμφωνα με τον επιχειρηματία κ. Γ. A. Βερνίκο, οι απόψεις του οποίου παρουσιάστηκαν στο φύλλο της περασμένης Κυριακής, η επιχειρηματικότητα οπισθοχώρησε γιατί οι πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν την εξουσία στο διάστημα αυτό προώθησαν παρωχημένες πολιτικές κρατικοποιήσεων και κοινωνικοποιήσεων με μπροστάρηδες τα συνδικάτα του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τον άτυπο «στρατό κατοχής» που δημιούργησε η διείσδυση του κόμματος στη Δημόσια Διοίκηση. Με την ίδια ερμηνεία συμφωνούν και άλλοι φίλοι αναγνώστες. Για παράδειγμα, ιδού μερικά εδάφια από εκτενέστατο κείμενο που μου έστειλε ο κ. Βασ. Τριανταφυλλόπουλος:


«…Με την ένταξη της Ελλάδας το 1981 στην ΕΟΚ, που συνέπεσε με την άνοδο ενός «σοσιαλιστικού πολιτικού κόμματος» στη διακυβέρνηση της χώρας, παρατηρήθηκαν τα εξής:


– Μεγάλο μέρος της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας «πέρασε» στον έλεγχο του κράτους, με αποτέλεσμα η αναλογία του δημόσιου / κρατικού παραγόμενου προϊόντος σε σχέση με το ιδιωτικό να «γείρει» υπερβολικά υπέρ του πρώτου.


– Διογκώθηκε εντελώς άναρχα ο ευρύτερος δημόσιος τομέας με κύματα αθρόων προσλήψεων σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, με συνέπεια την επιβάρυνση των κρατικών δαπανών.


– Ξεκίνησε μια διαδικασία αποβιομηχάνισης της εθνικής οικονομίας ως αποτέλεσμα της στροφής της κρατικής οικονομικής πολιτικής προς τον τριτογενή τομέα.


Αν και σε καμιά περίπτωση δεν διαψεύδεται, το θεώρημα του Adam Smith δεν είναι το καταλληλότερο να ερμηνεύσει τα αίτια της υστέρησης που παρατηρήθηκε. Αντιθέτως, κατά την άποψή μου, το υπόδειγμα του μαρξιστικού κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού μπορεί να απαντήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια στο αίνιγμα γιατί:


– Και σημαντικότατη κρατική παρέμβαση υπήρξε στη λειτουργία της οικονομίας.


– Και δεν λειτουργούσαν οι νόμοι της αγοράς.


– Και διογκώθηκαν οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί και αγκυλώσεις.


Συνεπεία των ανωτέρω, οι αγροτικές κοινοτικές επιδοτήσεις αντί να κατευθυνθούν σε βελτιώσεις των εκμεταλλεύσεων και στην αγροτική – γεωργική έρευνα οδηγήθηκαν σε καταναλωτικές χρήσεις εξαιτίας των πλημμελών ελέγχων του κράτους. Ο βιομηχανικός τομέας δεν απέκτησε εξωγενή προσανατολισμό, αλλά τουναντίον συρρικνώθηκε, αφού τα κρατικά μονοπώλια μετακύλισαν το αυξημένο κόστος των προϊόντων/υπηρεσιών τους στον τελικό καταναλωτή. H ελληνική ναυτιλία και ο τουρισμός δεν γνώρισαν άνθηση, γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι αναγκαίες υποδομές που θα έδιναν κίνητρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και θα διευκόλυναν την ανάπτυξη. Και, τέλος, ο χρηματοοικονομικός τομέας δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των αντίστοιχων ευρωπαϊκών γιατί αφενός τελούσε κάτω από την κρατική κηδεμονία, αφετέρου εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί «χρέη» νόμιμου τοκογλύφου.


Συμπερασματικά, η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ δημιούργησε μεν επικερδείς ευκαιρίες για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, αλλά δεν υπήρξαν οι προϋποθέσεις που θα οδηγούσαν στην αξιοποίησή τους».


Ανακεφαλαιώνοντας τις απόψεις που παρουσιάστηκαν ως σήμερα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι υπεύθυνες για την επιβράδυνση της επιχειρηματικότητας μετά το 1981 ήταν οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές των κυβερνήσεων της περιόδου. Αυτές οι πολιτικές, σε συνδυασμό με τη συνεχή αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου και τις διαρθρωτικές αγκυλώσεις που δημιούργησε η διείσδυση του κόμματος στη Δημόσια Διοίκηση, οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας με δύο τουλάχιστον σοβαρές παρενέργειες. Ειδικότερα, πρώτον, η υγιής επιχειρηματικότητα αποθαρρύνθηκε και, δεύτερον, κατασπαταλήθηκαν οι τεράστιες εισροές βοήθειας από την ΕΟΚ την ίδια ακριβώς περίοδο που έπρεπε να κερδισθούν οι μάχες των εγχώριων και των διεθνών αγορών. Γι’ αυτό, όταν θα γραφεί η οικονομική ιστορία των δύο τελευταίων δεκαετιών, η κρίση της για την ευθύνη των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, ιδίως της δεκαετίας του 1980, θα είναι αμείλικτη.


O κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.