H πρόσκληση που απηύθυνα προς τους φίλους αναγνώστες του «Βήματος» να συμβάλουν στην ανίχνευση των παραγόντων που συνθέτουν το αίνιγμα γιατί η επιχειρηματικότητα δεν ανταποκρίθηκε στη διεύρυνση της ελληνικής αγοράς μετά το 1981, βρήκε σημαντική απήχηση. Μερικοί μου έγραψαν, ενώ άλλοι προτίμησαν να μου πουν τις απόψεις τους τηλεφωνικά. Ετσι, αρχίζοντας από σήμερα, θα παρουσιάσω εν περιλήψει μερικές από τις πλέον ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις που έλαβα. Ο λόγος λοιπόν στον αναπληρωτή καθηγητή κ. Αν. Καραγιάννη, του Πανεπιστημίου Πειραιώς, ο οποίος έγραψε τα ακόλουθα:


«…Οποιοδήποτε εγχειρίδιο για την επιχειρηματικότητα κι αν ανοίξει κανείς, θα διαβάσει ότι αυτή η σημαντική λειτουργία αναβαθμίζεται σταδιακά στην κοινωνική συνείδηση. Οσο περισσότερο επικροτείται και επιβραβεύεται κοινωνικά τόσο πιο πολλά νεαρά άτομα παρακινούνται να την ακολουθήσουν. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 όμως το κοινωνικό κλίμα δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό έναντι της επιχειρηματικότητας. Οταν κατά το τελευταίο έτος της χούντας εισήλθα ως φοιτητής στην τότε ΑΣΟΕΕ, αλλά και κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, στον «φοιτητικό αέρα» κυκλοφορούσαν διάχυτες οι απόψεις ότι οι επιχειρηματίες είναι απατεώνες, πίνουν το αίμα των εργαζομένων, δεν προσφέρουν τίποτε στην οικονομία και στην κοινωνία κτλ. Κάτω από τέτοια συνθηματολογία δεν είναι απορίας άξιον που τα νεαρά άτομα δεν έβλεπαν την επιχειρηματική σταδιοδρομία ως μέσο κοινωνικής ανόδου. Αυτή η εμπειρία επιβεβαιώθηκε επίσης πρόσφατα, όταν σε σχετική έρευνά μου οι επιχειρηματίες δήλωσαν ότι τις προαναφερόμενες δεκαετίες η κοινωνία τούς αντιμετώπιζε απαξιωτικά.


Ενας άλλος λόγος είναι η συμπεριφορά των γονέων. Οι έλληνες επιχειρηματίες, ως επί το πλείστον, δεν προήλθαν από υπερπροστατευτικές οικογένειες. Οι περισσότεροι από τους γονείς στη χώρα μας, λόγω των συχνών κοινωνικών και οικονομικών αναταράξεων, είχαν αναπτύξει ένα συναίσθημα αρνητικό προς τις ριψοκίνδυνες οικονομικές δραστηριότητες. Τα λόγια που οι περισσότεροι έλεγαν στα παιδιά τους ήταν, πάνω – κάτω: «βρες μια δουλειά σταθερή και σίγουρη (κυρίως του Δημοσίου) για να κοιμάσαι ήσυχος και δεν πειράζει που δεν θα παίρνεις πολλά λεφτά!». Μια τέτοια συμπεριφορά κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει τα νεαρά άτομα να γίνουν επιχειρηματίες.


Ενας τρίτος λόγος είναι η επιπόλαιη οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε κυρίως τη δεκαετία του 1980. Ως παράδειγμα, ας πάρουμε την ανορθολογική ως προς την επιχειρηματικότητα τραπεζική πολιτική. Ο ελεγχόμενος από το κράτος τραπεζικός τομέας διοχέτευε δανειακά κεφάλαια κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, τους γνωστούς επιχειρηματίες, και γενικά αυτούς που διέθεταν σημαντικές εγγυήσεις. Πολύ δύσκολα χορηγούνταν επιχειρηματικά δάνεια για την ίδρυση μιας επιχείρησης βάσει της επιχειρηματικής ιδέας, ανεξάρτητα δηλαδή από την οικονομική επιφάνεια του ατόμου. Ετσι η άσκηση επιχειρηματικότητας περιορίστηκε σε έναν μικρό κύκλο ώριμων επιχειρηματιών και όλοι οι άλλοι, που επιθυμούσαν να τολμήσουν, αποκλείσθηκαν.


Αυτοί οι τρεις λόγοι εξηγούν εν μέρει γιατί η χώρα μας, ενώ για την ανάπτυξή της μεταπολεμικά στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο «επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ελλήνων», μετά το 1981 παρουσίασε υστέρηση επιχειρηματικότητας».


Πράγματι, οι πιο πάνω λόγοι αποθαρρύνουν σημαντικά την άσκηση επιχειρηματικότητας. Αλλά από τις στατιστικές γνωρίζουμε ότι η επίδρασή τους δεν εμπόδισε τη θεαματική ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και γενικότερα της οικονομικής ανάπτυξης από το 1953 ως το 1981. Επομένως η επίκλησή τους δεν επαρκεί για να εξηγήσει την υστέρηση της επιχειρηματικότητας που παρατηρήθηκε μετά το 1981, δηλαδή τις δεκαετίες κατά τις οποίες διευρύνθηκε η αγορά και εισέρρευσαν στη χώρα μας τεράστιοι οικονομικοί πόροι από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Γι’ αυτό η εξήγηση του αινίγματος της επιχειρηματικότητας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες πρέπει να αναζητηθεί σε άλλους λόγους.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.