Καθημερινά μας βομβαρδίζουν με προσφορές: αυτοκίνητα, σπίτια, είδη οικιακού εξοπλισμού αποτελούν ένα μικρό μόνο τμήμα των αγαθών των οποίων η χρήση μάς προσφέρεται για κατανάλωση. Εκεί που ως πριν από λίγα χρόνια ο μέσος πολίτης για να αποκτήσει και να απολαύσει τα περισσότερα από τα συγκεκριμένα αγαθά έπρεπε να παντρευτεί, σήμερα πιο εύκολα τα εκμισθώνει πληρώνοντας σιγά σιγά τις υπηρεσίες που καταναλώνει.


Σε μια άλλη κλίμακα το ελληνικό Δημόσιο εκμισθώνει το δικαίωμα να είναι μια επιχείρηση ελληνική απαιτώντας ένα ετήσιο τίμημα που συμβατικά αποκαλείται φορολογία κερδών. Οι ελληνικές επιχειρήσεις πληρώνουν κάθε χρόνο ένα σημαντικό τμήμα των κερδών τους (και στην περίπτωση που δεν έχουν τους τα ζητούν οι φορολογικοί έλεγχοι) για να λειτουργούν και να παράγουν στην επικράτεια. Οπως λοιπόν οι καταναλωτές χρονομισθώνουν μεταξύ άλλων εκείνο το αυτοκίνητο που τους προσφέρεται σε μηνιαίες δόσεις με το χαμηλότερο επιτόκιο, έτσι και οι επιχειρήσεις επενδύουν και δεσμεύονται εκεί όπου το δικαίωμα της παραμονής μισθώνεται με το χαμηλότερο τίμημα (βλέπε: φορολογική επιβάρυνση).


Αν τα συγκεκριμένα είναι γνωστά τουλάχιστον στους ιθύνοντες, στους μη γνώστες που αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα καθημερινά δημιουργούνται δύο απορίες. Κατ’ αρχάς, γιατί δεν δημιουργούμε ως κοινωνία κίνητρα για να θέλουν οι καταναλωτές-επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν το δικαίωμα χρήσης για παραγωγή στη χώρα μας; Και στη συνέχεια, γιατί μια κοινωνία μέσω του Δημοσίου μπαίνει στον κόπο να αγοράζει και να αναλαμβάνει πλήρως, με δημόσια παραγωγή, πλήθος παραγωγικές διαδικασίες όταν μπορεί να το επιτρέψει σε όποιον ενδιαφέρεται και στη συνέχεια να απολαύσει χωρίς κινδύνους και κόπο πάνω από το ένα τρίτο των οικονομικών αποτελεσμάτων; Τα κέρδη διά νόμου ανήκουν κατά το ένα τρίτο σε αυτόν που δίνει σε όλες τις επιχειρήσεις το δικαίωμα να είναι απλώς ελληνικές επιχειρήσεις. Και αυτός δεν είναι άλλος από το ελληνικό Δημόσιο.


Πώς προσδιορίζονται τα κίνητρα που κάνουν τις επιχειρήσεις που δεν αγοράζουν σήμερα το δικαίωμα της χρήσης της ελληνικής επικράτειας να προστρέξουν και να το αγοράσουν; Απλώς κάνουμε φθηνότερη την παροχή. Κάτι π.χ. σαν αυτό που κάνει ο κ. Κουλούρης. Δεν παγώνουμε τις τιμές αλλά παγώνουμε π.χ. τις φορολογικές επιβαρύνσεις ή τους συντελεστές για χρόνια. Ακόμη καλύτερα πάμε στη λαϊκή αγορά του υπουργείου Οικονομικών και μειώνουμε ανταγωνιστικά την τιμή χρήσης του δικαιώματος επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα μειώνοντας τη φορολογία κερδών. Επιπλέον, αν θέλουμε, κάνουμε ευκολότερη την παροχή αδειών λειτουργίας. Αντί να πρέπει να σε εγκρίνουν τα κομματικά όργανα προκειμένου να πουλάς στη λαϊκή της Ελλάδας, ανεξάρτητα αν τηρείς ή δεν τηρείς κανόνες, να σου επιτρέπεται μόνο αν τηρείς συγκεκριμένους κανόνες. Απλά και συγκεκριμένα και όχι νόμοι για προσέλκυση ξένων επενδύσεων και φορείς διασύνδεσης.


Γιατί τώρα μια κοινωνία αποφασίζει να περιορίσει το δικαίωμα χρήσης μόνο για τον εαυτό της; Δεν γνωρίζουμε, όπως και δεν γνωρίζουμε γιατί ένας κατασκευαστής αυτοκινήτων θα επέλεγε να φτιάχνει αυτοκίνητα μόνο γι’ αυτόν και δεν θα ήθελε να τα μισθώνει και σε άλλους. Γιατί πρέπει να πληρώνουμε τις ζημιές κάθε χρόνο για ένα πλήθος Ολυμπιακών Αεροποριών (διάβαζε: ΔΕΚΟ) ή να έχουμε ισχνά συνολικά κέρδη από δημόσια μονοπώλια όταν εναλλακτικά θα είχαμε και περισσότερα κέρδη και λιγότερους κινδύνους επιτρέποντας σε όλους να παράγουν; Γιατί, σε τελική ανάλυση, ύστερα από τόσο μελάνι που έχει χυθεί, το ελληνικό Δημόσιο επιμένει να είναι και γαιοκτήμονας και παραγωγός και δεν προτιμά να μας χειρίζεται ως δουλοπάροικους κρατώντας μόνο το δικαίωμα της παροχής χρήσης της επικράτειας ως κλασικός γαιοκτήμονας; Είναι καλύτερος διαχειριστής των πόρων από τους ιδιώτες διαχειριστές; Μπορεί να επιλέγει καλύτερους και να τους αναθέτει ελέγχοντάς τους αποτελεσματικά το έργο; Δεν τον ικανοποιούν τα φορολογικά έσοδα και νομίζει ότι, αν διαχειριστεί τους πόρους, τα συνολικά κέρδη που θα πραγματοποιήσει θα είναι μεγαλύτερα από τα φορολογικά έσοδα που προκύπτουν από την ιδιωτική διαχείριση; Αν ναι, ας μας δώσει ένα παράδειγμα.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.