Παρά την ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη, πολλοί διαπιστώνουν τα τελευταία χρόνια ότι τα οικονομικά τους χειροτερεύουν. Χωρίς να είναι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται εκ των πραγμάτων ότι ο πληθωρισμός εκμηδενίζει τις αυξήσεις των μισθών και διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων τους. Αυτή είναι η μία σιαγόνα της μέγγενης στην οποία έχουν περιέλθει. H άλλη σιαγόνα είναι ότι λόγω των αρνητικών επιτοκίων που έχουν διαμορφωθεί στις καταθέσεις ένας ανυπολόγιστος πλούτος μεταφέρεται από τους μικροκαταθέτες στο κράτος, στις τράπεζες και στα πλέον ευκατάστατα στρώματα του πληθυσμού. Ας δούμε συνοπτικά τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες τα αρνητικά επιτόκια κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.


Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι συμπολίτες μας έχουν από μικρές έως ελάχιστες αποταμιεύσεις. Ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από τις γνώσεις που μπορεί να διαθέτουν περί τα χρηματοοικονομικά, η μόνη τους διέξοδος είναι να τις τοποθετούν σε κάποιο καταθετικό λογαριασμό με καθαρό ετήσιο επιτόκιο 1,5%. Ετσι, με μέσο πληθωρισμό 3,5%, οι μικροκαταθέτες χάνουν κάθε χρόνο το 2% της αγοραστικής ικανότητας των καταθέσεών τους. Αλλά εκτός από αυτή την απώλεια οι μικροκαταθέτες χάνουν επίσης το επιτόκιο το οποίο θα έπρεπε να λαμβάνουν ώστε τα μελλοντικά αγαθά να έχουν για αυτούς την ίδια χρησιμότητα με αυτά που θα μπορούσαν να αγοράσουν σήμερα με τις αποταμιεύσεις τους. Αυτό το επιτόκιο καλείται καθαρή προτίμηση χρόνου, είναι πάντα θετικό, και στη μακροχρόνια ισορροπία χωρίς πληθωρισμό συγκλίνει προς τον ρυθμό της οικονομικής αναπτύξεως. Συνεπώς, αν υποθέσουμε ότι στην τρέχουσα συγκυρία η καθαρή προτίμηση χρόνου είναι 2%, οι μικροκαταθέτες χάνουν κάθε χρόνο τουλάχιστον 4% της τρέχουσας αξίας των καταθέσεών τους. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: Ποιοι κερδίζουν;


Γενικά κερδίζουν όλοι οι οφειλέτες οι οποίοι δανείζονται με επιτόκια μικρότερα του πληθωρισμού. Ποιοι είναι αυτοί; Το κράτος και οι τράπεζες. Το κράτος γιατί στο βραχυχρόνιο κομμάτι του δημόσιου χρέους τα επιτόκια είναι μικρότερα του πληθωρισμού και οι τράπεζες γιατί το μέσο επιτόκιο που πληρώνουν στους καταθέτες τους όχι μόνο είναι μικρότερο του πληθωρισμού, αλλά αποτελεί ένα μικρό υποπολλαπλάσιο του επιτοκίου που δανείζουν τους πελάτες τους.


Επίσης κερδίζουν όσοι δανείζονται μεν με επιτόκιο μεγαλύτερο του πληθωρισμού, αλλά οι επενδύσεις τις οποίες χρηματοδοτούν με το προϊόν των δανείων που λαμβάνουν έχουν αποδόσεις μεγαλύτερες του επιτοκίου που πληρώνουν επί των δανείων τους. Για να καταλάβουμε την πηγή των κερδών τους, ας πάρουμε έναν ιδιώτη ο οποίος δανείστηκε το 1999 κάποιο ποσό με σταθερό επιτόκιο 8% προκειμένου να αγοράσει μια κατοικία. Κατά τα χρόνια που μεσολάβησαν, εκτός από τα ενοίκια που δεν πλήρωσε, είχε κάποια σημαντικά κεφαλαιακά κέρδη, αφού οι αξίες των οικιών αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό υψηλότερο από 10%. Συνεπώς, ένα σημαντικό ποσοστό των απωλειών των μικροκαταθετών στα χρόνια αυτά κατευθύνθηκε προς τους ευπορότερους συμπολίτες μας οι οποίοι είχαν την οικονομική ευχέρεια και τις γνώσεις να επενδύσουν τα δάνεια που έλαβαν σε περιουσιακά στοιχεία με αποδόσεις ανώτερες των δανειακών τους επιτοκίων.


Ενα ερωτηματικό που απομένει είναι αν στους ωφελούμενους από την ανάστροφη αναδιανομή περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις. Οι μεγάλες επιχειρήσεις στην παρούσα φάση πληρώνουν μέσο κόστος δανειακών κεφαλαίων που κυμαίνεται γύρω στο 6%, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις επιβαρύνονται με πολύ υψηλότερα επιτόκια. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις πληρώνουν στους πιστωτές τους θετικά επιτόκια και αν επωφελούνται ή όχι εξαρτάται από το ποσοστό της κερδοφορίας ύστερα από φόρους που επιτυγχάνουν στα ίδια κεφάλαια. Αν λοιπόν λάβουμε υπόψη τη μικρή κερδοφορία που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις, πλην τραπεζών, τα οφέλη τους από την αναδιανομή πρέπει να είναι συνολικά από μικρά έως ασήμαντα.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.