Οι αναγνώστες θα ενθυμούνται την ανταλλαγή απόψεων που είχα πρόσφατα με τον συνάδελφό μου καθηγητή κ. Θ. Λιανό για το πρόβλημα του διαφορικού πληθωρισμού το οποίο ταλαιπωρεί τη χώρα μας. H προσδοκία μου είναι ότι η δημόσια συζήτηση που διεξάγουμε θα συνεχιστεί ώστε στο τέλος να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα τα οποία να είναι χρήσιμα στους σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής. Αλλά την εβδομάδα που πέρασε έγινε μια σημαντική παρέμβαση από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με την κατάθεση απόψεων οι οποίες είναι χρήσιμο να δημοσιοποιηθούν ευρύτερα. Οχι τόσο γιατί επιβεβαιώνουν τις δικές μου εκτιμήσεις, αλλά γιατί βασίζονται σε πορίσματα μελετητών ενός οργανισμού με παράδοση πολλών δεκαετιών στην οικονομική έρευνα.


Να λοιπόν τι γράφουν οι ερευνητές του ΚΕΠΕ στη σελίδα 27 της περιοδικής εκδόσεως Οικονομικές Εξελίξεις, η οποία μόλις κυκλοφόρησε:


«Υποστηρίζεται μερικές φορές η άποψη ότι ο υψηλός πληθωρισμός στην Ελλάδα δεν συνιστά πρόβλημα και δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ρυθμός ανόδου (σημείωση δική μου: εννοούν τον ρυθμό της οικονομικής αναπτύξεως) είναι συγκριτικά υψηλός. Αποσιωπάται όμως ότι η ανάλυση με βάση την οποία θα μπορούσε να συναχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα στηρίζεται σε παραδοχές που καθόλου δεν πληρούνται στην ελληνική περίπτωση. Κάτω από συνθήκες γρήγορης ανάπτυξης ένα συγκριτικά υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού μπορεί να μη δημιουργεί σοβαρά προβλήματα μόνον όταν η συμβολή του εξωτερικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη είναι αποφασιστική. Τέτοιες επιδόσεις του εξωτερικού τομέα μαρτυρούν ισχυρή ανταγωνιστικότητα, που μπορεί να αντέξει, για ένα διάστημα τουλάχιστον, στον συγκριτικά υψηλότερο πληθωρισμό. Στην χώρα μας η συμβολή του εξωτερικού τομέα στην ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια είναι ασήμαντη και οι ενδείξεις για εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας τιμών είναι σοβαρές.


Κάτω από τέτοιες συνθήκες και με σύστημα ενιαίου νομίσματος, η πορεία του πληθωρισμού στη χώρα μας δεν μπορεί να κριθεί μακροχρονιότερα βιώσιμη. Ομως και αν ακόμη ο ρυθμός πληθωρισμού κρινόταν ως συμβατός με μια ομαλή αναπτυξιακή πορεία, το παρεμβατικό επιτόκιο το οποίο δεν θα οδηγούσε σε περαιτέρω επιδείνωση των πληθωριστικών πιέσεων υπολογίζεται μεταξύ 5% και 6%».


Από την παράγραφο αυτή συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα. Πρώτον, δεδομένου ότι το παρεμβατικό επιτόκιο στη χώρα μας είναι περίπου 3% και πρέπει να παραμένει εναρμονισμένο με τα αντίστοιχα επιτόκια στην ευρωζώνη, η νομισματική πολιτική αδυνατεί να διαμορφώσει ένα παρεμβατικό επιτόκιο 6% το οποίο θα χρειαζόταν, σύμφωνα με τους μελετητές, για να τιθασευτούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Δεύτερον, εν όψει της επισημανθείσης αδυναμίας της νομισματικής πολιτικής, η δημοσιονομική πολιτική έπρεπε να είναι συσταλτική. Αλλά, όπως επισημαίνουν σε άλλη σελίδα οι μελετητές του ΚΕΠΕ, η δημοσιονομική πολιτική τα τελευταία χρόνια είναι διασταλτική. Τρίτον, καθώς τα ξένα προϊόντα κερδίζουν μερίδιο στις ελληνικές αγορές, οι καμπύλες ζητήσεως των ελληνικών προϊόντων μετατίθενται προς τα αριστερά και προκαλούν άνοδο των τιμών τους με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Και τέλος, τέταρτο, η ακολουθία αυτών των εξελίξεων συγκροτεί ένα «φαύλο κύκλο» χωρίς ελπίδα εξόδου με βαθμιαίες προσαρμογές. Γι’ αυτό η εκτίμησή μου είναι ότι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί σε οικονομική κρίση.


Το ερώτημα που μπαίνει και δεν μπορεί να απαντηθεί είναι πόσο ακόμη μπορεί να παραταθεί η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας χωρίς να προκληθούν μαζικές πτωχεύσεις επιχειρήσεων και απολύσεις εργαζομένων, με όλες τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Εύχομαι για πολύ ακόμη, αλλά δεν το πιστεύω χωρίς να ληφθούν ριζικά μέτρα.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.