Τις τελευταίες ημέρες, κυρίως με αφορμή την πώληση του 11% της ETE από τον διαχειριστή του χαρτοφυλακίου της δημόσιας περιουσίας ΔΕΚΑ, ακούστηκαν πολλές και σ’ ένα μεγάλο βαθμό αντικρουόμενες απόψεις. Στα άκρα θέσεις όπως «πώληση των ασημικών» της οικογένειας ή «επιτάχυνση του προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών». Οπως πάντα, κάπου στη μέση βρίσκονται τα κίνητρα και για τη συγκεκριμένη και για όσες άλλες ανάλογες μεταβιβάσεις προβλέπεται να δούμε στο άμεσο μέλλον. Ισως λοιπόν είναι σκόπιμο να αναλύσουμε από μία διαφορετική οπτική πλευρά τα γεγονότα και τις επιπτώσεις τους στην οικονομική ζωή της χώρας.


Μια πρώτη διαπίστωση. Προσωπικά είμαι της γνώμης ότι αν τα δημόσια οικονομικά ήταν άριστα και όχι άθλια, όπως πράγματι είναι, καμία κυβέρνηση που θα εκπροσωπούσε τον ιδεολογικό χώρο της σημερινής δεν θα είχε κίνητρο να πωλήσει τόσο μεγάλα μετοχικά πακέτα δημόσιας περιουσίας. Και επειδή γνωρίζω και την κριτική, προλαβαίνω πολλούς φίλους αναγνώστες λέγοντας εκ των προτέρων ότι πιθανώς και άλλες πολιτικές ομάδες με διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση να το απέφευγαν επίσης. Ο τίτλος λοιπόν μεγάλης σε κυκλοφορία εφημερίδας της Αθήνας ότι «με Εθνοκάρτα πληρώνουν τα ελλείμματα» περιέγραφε καθαρότατα την πραγματικότητα.


Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, με τα Χριστούγεννα να έρχονται και τις μεγάλες επιταγές των έργων των Ολυμπιακών Αγώνων να είναι μπροστά μας, αντιλαμβάνομαι το αδιέξοδο. Βεβαίως, προς ενημέρωση πολλών ιδιαίτερα ανώτερων πνευματικά συμπολιτών μας, θα ήθελα να πω ότι και ο εκλεγμένος κυβερνήτης της Καλιφόρνιας το ίδιο πρόβλημα καλείται να επιλύσει. Στην άθλια λοιπόν κατάσταση των δημοσίων οικονομικών της πέμπτης μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης της υφηλίου εισηγήθηκε ως λύση, όχι την πώληση των αιωνόβιων δασών της Πολιτείας, αλλά τη μη πληρωμή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων ώσπου να του ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό. Γνωρίζοντας ότι είτε κάνω απεργία είτε το πειθαρχικό συμβούλιο των AEI με τιμωρήσει εγώ θα παίρνω κανονικότατα τον μισθό μου, θεωρώ τις ιδέες του κυβερνήτη «εξολοθρευτικές» για την επιβίωσή μου και τις απορρίπτω. H επιλογή λοιπόν που στοχεύει στην πώληση περιουσιακών στοιχείων της δημόσιας περιουσίας, και μάλιστα με ζημία (βλέπε διαφορά τιμής αγοράς ETE και τιμής πώλησης), έναντι της μη πληρωμής του μισθού μου με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.


Ανεξάρτητα όμως από την αιτία που καθοδηγεί τις επιλογές των υπευθύνων, κάποιος θα μπορούσε να διατυπώσει την άποψη ότι τελικά επιτυγχάνεται και ο στόχος της διαρθρωτικής παρέμβασης. «Μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα» όπως θέλει και μία από τις παροιμίες που ταιριάζουν στην περίσταση.


Μακάρι οι διαρθρωτικές αλλαγές στις οικονομίες να επιτυγχάνονταν τόσο εύκολα όσο η πώληση ενός μετοχικού μεριδίου. Για να αντιληφθούμε όμως πόσο δύσκολη είναι η επίτευξη του στόχου μας, ας προβληματιστούμε λίγο. Αν, για παράδειγμα, στόχος μας στο τραπεζικό σύστημα είναι είτε ο ανταγωνισμός στον τομέα είτε οι νέες προοπτικές για την εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα είτε κάτι άλλο, οφείλουμε κατ’ αρχήν να προσδιορίσουμε τις ενδείξεις που αν εμφανιστούν θα επικυρώνουν την επίτευξη του στόχου. Ποια συγκεκριμένα γεγονότα θα μας επιτρέψουν να πούμε ότι η μεταβίβαση του ποσοστού της ETE αποτέλεσε διαρθρωτική μεταβολή; Μήπως οι αποφάσεις της διοίκησης να μην ελέγχονται στο μέλλον από τον μεγάλο μέτοχο; Μήπως ο υπεύθυνος για τη διαχείριση των δανειακών συμβολαίων υποδιοικητής να μην προσδιορίζεται από τον κομματικό μηχανισμό; Μήπως οι προαγωγές, οι εξελίξεις και γενικά η διαχείριση του προσωπικού να συνδέονται άμεσα με το διευθυντικό δικαίωμα; Μήπως ακόμη και αυτή η διαχείριση των χρηματοοικονομικών ροών του Δημοσίου να μην ανατίθεται χωρίς διαγωνισμούς, λόγω δημόσιας προϊστορίας απευθείας στην ETE; Διότι αν ναι, θα ήμουν σύμφωνος. Ως κατάληξη δεν είναι σκόπιμο να περιαυτολογούμε για δήθεν παρεμβάσεις αν δεν προσδιορίζουμε μαζί με την ανακοίνωση και τις αναμενόμενες επιπτώσεις τους στην οικονομία.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών