Οι συζητήσεις για το τι δέον γενέσθαι σχετικά με τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις μετά την τέλεση των Αγώνων είναι εύλογο στην παρούσα φάση να μην είναι ούτε έντονες ούτε συστηματικές. Εξάλλου η προετοιμασία των συγκεκριμένων υποδομών είναι τόσο πιεστική ώστε ελάχιστοι από τους υπεύθυνους παράγοντες της κυβέρνησης και των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών θα είχαν τον χρόνο να σκεφτούν σοβαρά τα ζητήματα που τίθενται. Παρά ταύτα, λόγω του ότι λαμβάνονται αποφάσεις με τις οποίες δημιουργούνται αποτελέσματα, το κόστος της αναστροφής των οποίων μετά τους Αγώνες θα μπορούσε να είναι υψηλότατο, σήμερα θέλω να θέσω ένα προβληματισμό σχετικά με το επιπλέον δημοσιοοικονομικό βάρος που θα προκύψει από την ανάγκη για τη συντήρηση όσων εγκαταστάσεων παραμείνουν τελικά στην ιδιοκτησία του Δημοσίου.


Σύμφωνα με τη θεωρία και την πρακτική της αποτελεσματικής διαχειρίσεως, στο κόστος της κατασκευής κάθε έργου που αποφασίζεται να κατασκευαστεί πρέπει να συνυπολογίζεται και η δαπάνη της συντηρήσεώς του καθ’ όλη την προβλεπόμενη διάρκεια της χρήσιμης ζωής του. Κανονικά επομένως στους προϋπολογισμούς όλων των έργων που περιελήφθησαν στην πρόταση για την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων θα έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί και οι δαπάνες της συντηρήσεώς τους για όλη τη χρήσιμη ζωή τους. Αλλά ενώ η αρχή αυτή έπρεπε και μπορούσε να εφαρμοστεί για εκείνα τα έργα τα οποία είχαν προκαθορισμένες χρήσεις, όπως είναι, π.χ., ο προαστιακός σιδηρόδρομος, το ίδιο είμαι βέβαιος ότι ήταν αδύνατον να γίνει για όλα τα άλλα έργα των οποίων οι χρήσεις αφέθηκαν να αποφασιστούν μετά τους Αγώνες, όπως είναι, π.χ., το Ολυμπιακό Χωριό. Επομένως, στον βαθμό που δεν συνυπολογίστηκαν οι συνολικές δαπάνες συντηρήσεως στο κόστος κατασκευής των εν λόγω υποδομών, μετά την τέλεση των Αγώνων θα προκύψει ένα μεγάλο θέμα για την ανεύρεση κονδυλίων προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της συντηρήσεώς τους.


Εν όψει της αναμενόμενης δυσπραγίας των δημόσιων οικονομικών από το 2005 και επέκεινα, η ανάγκη διατηρήσεως των ολυμπιακών και συναφών εγκαταστάσεων σε καλή κατάσταση θα πιέζει συνεχώς για την ιδιωτικοποίησή τους. Από την εκποίηση σε ιδιωτικούς φορείς όσον αφορά γήπεδα, πισίνες και άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις θα προκύψουν πόροι για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας και συντηρήσεως όσων παραμείνουν στην ιδιοκτησία της κεντρικής κυβερνήσεως και της τοπικής αυτοδιοικήσεως. Αλλά υπάρχουν τρεις μεγάλες αβεβαιότητες. H πρώτη από αυτές έχει να κάνει με τον βαθμό της κοινωνικής αποδοχής της ιδιωτικοποιήσεως. H δεύτερη αφορά την έλλειψη ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος, αφού παρατηρείται απροθυμία του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου να αναλάβει μεγάλες επενδύσεις στη χώρα μας. Και, τέλος, η τρίτη σχετίζεται με τη διαπίστωση ότι η συντήρηση των μακρόβιων ολυμπιακών εγκαταστάσεων θα απαιτήσει συνεχή ροή υψηλών δαπανών σε μακροχρόνια βάση.


Υπό μορφή συμπεράσματος, λοιπόν, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συντήρηση των ολυμπιακών και των συναφών εγκαταστάσεων θα προσθέσει σημαντικό οικονομικό βάρος στους ήδη βεβαρημένους προϋπολογισμούς της κεντρικής κυβερνήσεως και της τοπικής αυτοδιοικήσεως. Οπότε, αν θέλουμε οι υπηρεσίες τους να διατηρηθούν σε ευρωπαϊκά ποιοτικά επίπεδα, θα πρέπει να σκεφτούμε από τώρα για τις δαπάνες της συντηρήσεώς τους.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.